Φτωχός ο τόπος, ριζοβούνια, πετρότοπος, άκαρπες πλαγιές, αλλά κι ο λιγοστός κάμπος ξερότοπος κι αυτός, φτενό το χώμα του και πολλές οι πέτρες, που οι άνθρωποι τις μάζευαν σωρούς αμέτρητους μέσα στο χωράφι. Καλλιεργούσαν κάθε σπιθαμή γης, ξεχέρσωναν τις άκρες και μοίραζαν το λιγοστό νερό του ποταμού, όχι πάντα χωρίς γκρίνιες και τσακωμούς. Κι όλα αυτά για να εξασφαλίσουν το ψωμί της φαμελιάς, για όσο γίνεται περισσότερους μήνες. Από εκεί και πέρα, ώσπου να ‘ρθει ο θερισμός, το πράγμα δυσκόλευε πολύ. Ζεστό χρήμα κανένας σχεδόν δεν είχε και η κατάσταση μπαλωνόταν με τα καυσόξυλα, με τα συκοστάφυλλα, με τα κάστανα, με τα καρύδια.

Το Παλιοζωγλόπι εξασφάλιζε τα φασόλια– μόνιμη τροφή της οικογένειας – , τα κάστανα και τα καρύδια. Τα τελευταία, στο πανηγύρι του Αϊ-Δημήτρη, μεταφέρονταν στην αγορά της Καρδίτσας και μοσχοπουλιόνταν. Στο Παλιοζωγλόπι υπήρχαν πολύ μεγάλες – μερικές αιωνόβιες- καρυδιές, μέσα στους φασολόκηπους ή στις άκρες aτελοσπάντων, που κάθε φορά που ο κήπος ποτιζόταν, ποτίζονταν κι εκείνες. Είχαν το νερό στη ρίζα, όπως έλεγαν οι χωριανοί, γι’ αυτό και κάρπιζαν. Μια καλή καρυδιά μπορούσε να δώσει και δέκα φορτώματα καρύδια ( ένα τόνο περίπου)!

Τέλη Αυγούστου, όταν οι φασολόκηποι ξεφασουλώνονταν, τα λούρια μαζεύονταν δέματα σε μιαν άκρη, για να χρησιμοποιηθούν την επόμενη χρονιά, οι γίδες βοσκούσαν τα απομεινάρια και ο κήπος καθάριζε, σαν γήπεδο ποδοσφαίρου. Τότε ερχόταν κι ο καιρός για το τίναγμα των καρυδιών. Πριν απ’ αυτό έριχναν δειγματοληπτικά μερικά καρύδια και τα άνοιγαν με το σουγιά, για να δουν, αν … μαυρομάτιασαν. Αν δηλαδή το σούμπρο, η ψίχα του καρυδιού, άρχισε να μαυρίζει. Αυτό ήταν δείγμα ότι τα καρύδια έπρεπε να τιναχτούν.

Τώρα έπρεπε να βρουν τον τιναχτάρη. Οι τιναχτάρηδες ήταν λίγοι στο χωριό και οι νοικοκυραίοι τους έπαιρναν με τη σειρά. Αυτοί ήταν συνήθως νέοι άνθρωποι, λιπόσαρκοι, τολμηροί και ισορροπιστές, που είχαν την ικανότητα να αναρριχώνται σαν αίλουροι, ως τα πιο ακραία κλωνάρια της καρυδιάς, να στέκουν όρθιοι, να κρατούν το λούρο με τα δυο χέρια και να τινάζουν τα καρύδια, τραγουδώντας και σφυρίζοντας! Ο πατέρας μου είχε μια αιωνόβια καρυδιά, που χρειάζονταν δυο άνδρες για να αγκαλιάσουν τον κορμό της! Ήταν πανύψηλη και οι χονδροί πλαγιόκλωνοι απλώνονταν σε μεγάλη έκταση, έτσι που σκέπαζαν και τους διπλανούς κήπους. Εκείνη δεν την τίναζε όποιος κι όποιος. Απ’ όσο θυμάμαι, κάθε χρόνο την τίναζε ο μπαρμπα-Μήτρος Κωτσιαρίδης. Πρωί πρωί ερχόταν ο μπαρμπα-Μήτρος με δυο λούρους στον ώμο, έναν πελώριο, ως 9-10 μέτρα, κι έναν άλλο μικρότερο για τα κοντινά κλαδιά. Έριχνε ένα χοντρό σχοινί στην πιο κοντινή μασχάλη της καρυδιάς, που απείχε 6-7 μέτρα από το έδαφος, και μ΄εκείνο σκαρφάλωνε, σαν το σκίουρο, ως επάνω. Του έδιναν οι μεγάλοι ύστερα το μακρύ λούρο κι εκείνος κρατώντας τον, σαν ισορροπιστής, βάδιζε στα πλαγιόκλωνα, ώσπου να βρει κάποια διχάλα, ένα στήριγμα.

Χτυπούσε ο μπαρμπα-Μήτρος το λούρο του και τα καρύδια έπεφταν κάτω σαν χαλάζι. Η δουλειά κρατούσε ως το απόγευμα, γιατί η καρυδιά ήταν μεγάλη, μα το μπαρμπα-Μήτρο φαινόταν να μην τον εγγίζει η κούραση, γιατί ολημερίς τραγουδούσε και σφύριζε. Εμάς τους μικρούς μας κρατούσαν σε απόσταση, ώσπου να τελειώσει το τίναγμα, μη μας χτυπήσει κανένα καρύδι στο κεφάλι από τόσο ύψος. Τα καρύδια μαζεύονταν σε μεγάλα σακιά και μεταφέροντα στο χωριό, όπου αποθηκεύονταν πρόχειρα σε σωρό για να ωριμάσει η φλούδα.

Πρώτη δουλειά των γυναικών και των παιδιών, όταν η οικογένεια κατέβαινε από το Παλιοζωγλόπι στο κάτω χωριό, ήταν να καθαριστούν τα καρύδια. Τα καθαρίζαμε ένα ένα με το μαχαιράκι ή το σουγιά και βάζαμε χωριστά τις φλούδες από τις κουκόσιες. Όταν τελείωνε κι αυτό, τα καρύδια πλένονταν και απλώνονταν στον ήλιο να στεγνώσουν για να είναι έτοιμα για το παζάρι. Οι νοικοκυραίοι βιάζονταν να τα πουλήσουν πριν ξεραθούν τελείως και χάσουν το μισό βάρος τους!

Με το τέλος όλης αυτής της διαδικασίας οι παλάμες και τα δάχτυλα όλων μας είχαν γίνει ολόμαυρες κι ώσπου να καθαρίσουν έπρεπε να περάσει τουλάχιστο ένας μήνας. Πρέπει να ήμουν στη Δευτέρα ή Τρίτη γυμνασίου, όταν πήγα στο σχολείο να κάμω την εγγραφή μου. Καθώς επιχείρησα να βάλω την υπογραφή μου στο μαθητολόγιο, ο νέος θεολόγος είδε τις ολόμαυρες παλάμες μου κι έβαλε τις φωνές:
– Δεν είχες λίγο νερό να πλύνεις τα χέρια σου, μωρέ!
Έμεινα εγώ, και, ώσπου να συνέλθω, πετάχτηκε από δίπλα ο γυμναστής μας, μακαρίτης Μήτρος Κασιούρας, και μόνο που δεν τον έδειρε!
– Από πού μας ήρθες, ωρέ; Δεν ξέρεις ότι αυτή την εποχή τα παιδιά καθαρίζουν τα καρύδια, για να βγάλουν τα έξοδα του σχολείου; Αν έβγαιναν με νερό, θαρρείς πως δε θα τα ‘βγαζε;

Όταν οι νοικοκυραίοι μάζευαν τα καρύδια και εγκατέλειπαν το Παλιοζωγλόπι, κάτω από τις καρυδιές έπαιρναν θέση όσοι ασχολούνταν με το … μπουρμπολόι. Ήταν εκείνοι που, ή δεν είχαν δικές τους καρυδιές ή ήθελαν περισσότερα καρύδια για να τα πουλήσουν. Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά σκάλιζαν τα πεσμένα φύλλα κι εύρισκαν τα κρυμμένα καρύδια που διέφυγαν από την προσοχή των νοικοκυραίων. Ήταν όμως και οι νεαροί, που … ανέβαιναν στο φύλλο και τίναζαν τα καρύδια, που δεν έφτασε ο τιναχτάρης. Η σοδειά από το μπουρμπολόι μετριόνταν σε ζευγάρια και υπήρχε άγριος συναγωνισμός, ποιος θα μαζέψει τα περισσότερα! Οι …πρωταγωνιστές σ’ αυτόν τον αγώνα καμάρωναν και παινεύονταν στη μαρίδα του χωριού, που τους θαύμαζε για την αξιοσύνη τους.

Πάνε πολλές δεκαετίες που όλη η διαδικασία που περιγράφουμε έχει περάσει στην ιστορία. Οι μεγάλες καρυδιές στο Παλιοζωγλόπι κόπηκαν και πουλήθηκαν τη δεκαετία του 1930 και το ξύλο τους μεταφέρθηκε στην Ιταλία για έπιπλα. Οι υπόλοιπες πουλήθηκαν τη δεκαετία του 1950, όταν άνοιξε ο αυτοκινητόδρομος, και όσες παρέμειναν …φυτοζωούν, αφού παραμένουν απότιστες μετά την εγκατάλειψη των κήπων από τους χωριανούς. Οι τιναχτάρηδες, το μπουρμπολόι και τα στημένα σακιά με καρύδια στην οδό Διάκου παραμένουν μια νοσταλγική ανάμνηση. Γι’ αυτό και την καταγράφουμε.


του Λάμπρου Γριβέλλα