Κάτω απ’ τις πανάρχαιες, τις ιερές τις δρυς,
στο φτωχικό, τον πέτρινο βωμό ψηλά,
«σήκωσε» ο γερόπαπας το «ύψωμα» του Προφήτη
και τούτη την πικρή, τη δίσεχτη χρονιά.

Τι φέτος πλάκωσε νωρίς η Αρβανιτιά
κι αμπέλια και σπαρτά κι όλο το βιος αφάνισε
κι έχουνε τώρα μόνιμη την πείνα συντροφιά.

Έτσι, σαν ήρθε αποσταμένο το λάφι τι ιερό,
ενάντια στον άγραφο το νόμο του Θεού,
μήτε ανάσα τ’ άφησαν να πάρει το σφαχτό.

Ριχτήκαν όλοι απάνω του και σφάξανε το ζω,
κι ας ήταν λάφι ιερό, σταλμένο απ’ το Θεό.
Και από τότε λάφι πια μήτε ξανάδαν στο χωριό.

Μάταια ο γερόπαπας γονατιστός προσεύχεται:
« Σχώρα, προφήτη μου, το δύστυχο λαό,
τι όταν η πείνα του θολώσει το μυαλό,
ξεχνάει καθετί και όσιο και ιερό».

Πέτρινο το βλέμμα του Προφήτη, ασάλευτο,
σε τόνο του αποκρίνεται σκληρό:
« Η αχαριστία είναι κρίμα τρομερό
και μήτε πείνα, μήτε αρρώστια και θανατικό

μπορούν να σβήσουνε το χρέος το ιερό».


Οδοιπόρος