Τα πρώτα βήματα

Οι δύο πρώτες δεκαετίες (1782-1802) της ζωής του Καραϊσκάκη κινούνται ανάμεσα στη λαϊκή παράδοση, στο θρύλο και την ιστορική αλήθεια. Ποιος θα σκεφτόταν τότε να καταγράψει την πορεία ζωής της αποδιωγμένης καλογριάς, της καταφρονεμένης ξενοδουλεύτρας και του «μούλικου» γιου της –όπως τον αποκαλούσαν οι χωρικοί-, αφού κανείς δε μπορούσε να φαντασθεί ότι το πεινασμένο και ξυπόλητο αγρίμι του Μαυροματιού και της Γράλιστας θα γινόταν μια μέρα ο Στρατάρχης της Ρούμελης και σωτήρας της πατρίδας. Έτσι, όσες πληροφορίες καταγράφουν οι ιστορικοί για την παιδική και εφηβική ηλικία του ήρωα, προέρχονται κατά το πλείστον από τη λαϊκή παράδοση της περιοχής.

Οι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται ότι ο Καραϊσκάκης γεννήθηκε στη σπηλιά, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, στο Μαυρομάτι Καρδίτσας, το 1782. Η μητέρα του Διαμάντω Ντιμισκή ήταν αδελφή των αρματολών Κώστα και Μήτρου Ντιμισκή και ξαδέρφη του καπετάνιου Γώγου Μπακόλα. Πολύ νέα την πάντρεψαν με τον προεστό του Μαυροματιού Γιάννη Μαυροματιανό, αλλά χήρεψε πριν κάμει παιδί και κλείστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου για να καλογερέψει, χωρίς κουρά, με το όνομα Ζωή. 

Καλογριά ή υπηρέτρια όμως, η νεαρή χήρα συνδέθηκε ερωτικά με άγνωστο νέο και έμεινε έγκυος. Ποιος ήταν ο πατέρας του Καραϊσκάκη; Οι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται ως πατέρα του τον αρματολό του Βάλτου Δημήτριο Ίσκο [1], ο ίδιος όμως ποτέ δεν αναγνώρισε ως γιο του τον Καραϊσκάκη. Ο ηγούμενος του μοναστηριού, είτε για τι λυπήθηκε τη φτωχή μάνα, είτε από φόβο προς τους αρματολούς συγγενείς της, κράτησε τη Ζωή στο μοναστήρι, ως την τελευταία μέρα της εγκυμοσύνης της. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, τη μετέφεραν στη σπηλιά, για να μη «μιανθεί» ο ιερός χώρο του μοναστηριού. Λέγεται μάλιστα ότι ο ίδιος βάφτισε το παιδί και του έδωσε το όνομα Γιώργος.

Από τη μέρα της γέννησής του αρχίζουν τα βάσανα γιου και μάνας. Φυσικά τους έδιωξαν από το μοναστήρι. Η νεαρή μάνα έκανε κάθε είδους δουλειά για να ζήσει το παιδί της. Πουλούσε κεριά και λιβάνι, ξενοδούλευε στα κοντινά χωριά, έκανε κάθε είδους αγροτική εργασία και αντιμετώπιζε με βρισιές και κατάρες τα πειράγματα και τις ασχημίες των ανθρώπων. 

Λέγεται ότι ο Καραϊσκάκης από τη μάνα του κληρονόμησε την άσχημη γλώσσα και τις βωμολοχίες του εκστόμιζε. Η δύστυχη γυναίκα όμως δεν άντεξε επί πολύ τη φτώχεια , τη δυστυχία και την ταλαιπωρία της μίζερης ζωής της, Πέθανε και άφησε στους πέντε δρόμους το ορφανό, έρημο και απροστάτευτο, άγνωστο σε ποια ακριβώς ηλικία. Εκείνο γύριζε σαν το αγρίμι στους δρόμους του Μαυροματιού, κουρελιάρικο και ξυπόλητο, και, για να επιβιώσει, ζητιάνευε και έκλεβε, ό,τι φαγώσιμο εύρισκε. Τα άλλα παιδιά τον απόδιωχναν και τον περιγελούσαν «μούλικο»κι εκείνος τους αντιμετώπιζε με άγριο πετροβολητό. Οι Μαυροματιανές απόπαιρναν τα άτακτα παιδιά τους με τη φράση: «Γίνε άνθρωπος, μωρέ, να μην καταντήσεις σαν τον Καραϊσκάκη»!

Ο κόσμος τον θεωρούσε νόθο γιο του Ίσκου και, καθώς ήταν πολύ μελαχρινός, του κόλλησαν το παρατσούκλι «Καραϊσκάκης», δηλαδή μαύρος γιος του Ίσκου. Ποιος μπορούσε τότε να φαντασθεί ότι εκείνο το παρατσούκλι θα γινόταν κάποτε επώνυμο, συνώνυμο του πιο μεγάλου ήρωα της νεότερης ιστορίας μας. Ο ίδιος, όταν ανδρώθηκε, καυχιόταν για τη νόθα καταγωγή του και έλεγε ότι «καθώς τα εμβολιασμένα δέντρα είναι καλύτερα από τα κοινά, έτσι και οι νόθοι είναι αξιότεροι από τους γνήσιους» [2]

Οι περιπέτειες του Καραϊσκάκη κατά την παιδική του ηλικία δεν έχουν τελειωμό. Έχει γραφεί ότι σε ηλικία 10-12 χρονών πήγε τσοπάνης στους σαρακατσάνους, αλλά κι εκεί δεν άντεξε πολύ. Η κακομεταχείριση και ο ανυπότακτος χαρακτήρας του τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τις στάνες. Ο ίδιος αργότερα έλεγε ότι στους σαρακατσάνους χόρτασε ξύλο και μπομπότα! Ξαναγύρισε στο Μαυρομάτι αλλά ο τόπος δεν τον βαστούσε. Έλληνες και Τούρκοι τον απειλούν και τον διώχνουν από το χωριό.

Ο Καραϊσκάκης καταφεύγει στην ορεινή και βραχώδη Γράλιστα (σημερινός Ελληνόπυργος), χρησιμοποιεί ως καταφύγιο και στέγη τη σπηλιά του Λώλου [3] και συνεχίζει τη ζωή που γνώριζε καλά. Περιφέρεται σαν αγρίμι, γυμνός, ανυπόδητος, αχτένιστος και άπλυτος, σε ελεεινή κατάσταση. Οι Γραλιστινοί τον λυπούνται, αλλά και τον φοβούνται συγχρόνως, γι’ αυτό του δίνουν κανένα ξεροκόμματο. Ζει κλέβοντας, κυρίως φρούτα και καμιά κότα. Οι νέοι του χωριού στην αρχή δεν τον πλησιάζουν, με τον καιρό όμως οι πιο ζωηροί πιάνουν φιλία μαζί του και τον αναγνωρίζουν ως αρχηγό τους στις μικροκλοπές τους και στα γιουρούσια που έκαναν στα τουρκόσπιτα των γειτονικών χωριών, για να προμηθεύονται τρόφιμα. Ο Περικλής Αλεξανδρής γράφει ότι: «…Η ομάς δε αύτη διεπνέετο από σφοδρόν μίσος κατά των Τούρκων, οι οποίοι δεν ετόλμων να πλησιάσουν τα ορεινά χωριά και περιορίζοντο εν Φαναρίω» [4]. 

Τα περισσότερα από τα παλικάρια του Καραϊσκάκη ήταν Γραλιστινοί. Ανάμεσά τους ήταν ο Καραμήτρος, που έγινε πρωτοπαλίκαρό του, ο Γιάννος Πασιαλής, ο Κώστας Παναϊτάκος, ο Γιάννος Αλπούς, ο Παπαγεωργίου, ο Γκίκας, ο Τσέλιος, ο Λαγός, ο Αγρίμης και άλλοι από γειτονικά χωριά [5]. Τα παράπονα των Τούρκων στον πασά των Τρικάλων για τη δράση του Καραϊσκάκη ήταν καθημερινά, γι’ αυτό και εκείνος αποφάσισε να στείλει στρατιωτική δύναμη, για να εξοντώσει τους ενοχλητικούς κλέφτες. Η παράδοση λέει, πως οι Τούρκοι είχαν κυκλώσει την ομάδα, που βρισκόταν στο σπίτι του Αηδόνη ή Τσιούτσιου στη Γράλιστα και έκαμαν έφοδο για να τους συλλάβουν ζωντανούς. Αντιμετώπισαν όμως τα καταιγιστικά πυρά των κλεφτών και υποχώρησαν. Ο κλοιός των Τούρκων όμως ήταν στενός και τα λιγοστά παλικάρια ήταν καταδικασμένα. Σ’ εκείνη την περίσταση ο Καραϊσκάκης έδωσε το πρώτο δείγμα της στρατηγικής ιδιοφυίας του και απέσπασε το θαυμασμό και την αφοσίωση των συντρόφων του. Έδωσε εντολή στα παλικάρια του να πετάξουν τις κάπες από τα παράθυρα του σπιτιού, για να νομίσουν οι Τούρκοι ότι επιχειρούν έξοδο. Πράγματι οι Τούρκοι άδειασαν τα τουφέκια τους επάνω στις κάπες και, ώσπου να ξαναγεμίσουν, εκείνοι πέρασαν ανάμεσά τους και έγιναν άφαντοι στο δάσος [6].

Ύστερα από αυτά οι πιέσεις και τα αντίποινα των Τούρκων προς τα χωριά της περιοχής και ιδιαίτερα τη Γράλιστα έγιναν ανυπόφορες. Οι δημογέροντες κάλεσαν τον Καραϊσκάκη και, αφού του εξέθεσαν την κατάσταση, τον παρακάλεσαν να πάρει τα παλικάρια του και «να τραβηχτεί ψηλότερα».

Ο Καραϊσκάκης στο Ζωγλόπι
Ο Καραϊσκάκης, που, όπως απέδειξε και αργότερα, ως αρματολός, συμπονούσε και συνέτρεχε το λαό, για να μη «χαλαστεί ο τόπος», πήρε τα λιγοστά παλικάρια του και αναζήτησε καταφύγιο στον Ίταμο και στο Ζωγλόπι. Όπως γράφει ο Περικλής Αλεξανδρής σε επιστολή του, που έστειλε στο Γιάννη Βλαχογιάννη στις 3 Ιουλίου 1940, « …συστάσει και των προεστών του χωριού, έφυγεν από το χωριό Γράλιστα και εγκατεστάθη εις το χωρίον Στάμου (διάβαζε Ιτάμου) και ιδία εις το Ζωγλόπι, όπου το σώμα του ηυξήθη εις 90 κλέφτας» [7]. 

Ο Ίταμος με τον πυκνό ελατιά του, τις δασωμένες χαράδρες, τα απέραντα φτερούσια και τα κρύα νερά, ήταν ιδανικό καταφύγιο κλεφτών, που επιπλέον διέθετε και πολλές οδούς διαφυγής προς τα αγραφιώτικα βουνά, σε περίπτωση καταδίωξης από τον εχθρό. Όσον αφορά την τροφοδοσία των κλεφτών, αυτή γινόταν από τα γύρω χωριά Καστανιά, Μούχα, Γιαννουσέικα, Καροπλέσι, Σπινάσα, Μαστρογιάννη, Σαραντάπορο κ. ά., και κυρίως από το Ζωγλόπι που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από τον Ίταμο. Επειδή όμως στο βουνό δεν υπήρχαν κατάλληλα καταλύματα, οι κλέφτες ασφαλώς διαχείμαζαν μέσα στο Ζωγλόπι. Το κύριο βάρος πάντως της τροφοδοσίας έφεραν οι στάνες (κτηνοτρόφοι) που ήταν διασκορπισμένες σε όλη την έκταση της περιοχής.

Όπως γράφει ο Βλαχογιάννης, το σώμα του Καραϊσκάκη στο Ζωγλόπι αυξήθηκε σε 90 κλέφτες. Δεδομένου ότι έφυγε από τη Γράλιστα με όχι περισσότερα από 20 παλικάρια, είναι φανερό ότι στην περιοχή Ιτάμου στρατολόγησε 70 περίπου άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους κατάγονταν από τα γύρω χωριά, αλλά και από το Ζωγλόπι. Δυστυχώς η παράδοση δεν διέσωσε ούτε ένα από τα ονόματα εκείνων των παλικαριών, αλλά ούτε και τον ακριβή χρόνο παραμονής του Καραϊσκάκη στο Ζωγλόπι. Συνδυάζοντας όμως τα ιστορικά γεγονότα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτό συνέβη μεταξύ των ετών 1800-1805. Η ζωγλοπίτικη παράδοση διέσωσε ορισμένες πληροφορίες, που ενισχύουν την άποψη του Αλεξανδρή, ότι ο Καραϊσκάκης άρχισε τη σταδιοδρομία του ως καπετάνιος στο Ζωγλόπι. 

Ο Ζωγλοπίτης Χρήστος Γρυμπογιάννης (1882-1982) μου διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, την οποία έχω δημοσιεύσει στα «Ζωγλοπίτικα Χρονικά», φύλλο 7, Φεβρ. 1995. Την παραθέτω αυτούσια:

« Ήμουν μικρό παιδάκι, γύρω στα 10 χρονών, όταν η μανιά μου διηγούνταν πώς γνώρισε τον Καραϊσκάκη. Ήταν, λέει, στρατοπεδευμένος με τα παλικάρια του στα «Δέντρα» [8]. Είχαν στήσει τα τσαντήρια κάτω από τις μεγάλες καστανιές, μερικές από τις οποίες σώζονται ακόμα. Εμείς, μικρά παιδιά, ακούγαμε τους μεγάλους να μιλούν ψιθυριστά για τους κλέφτες και κρυβόμασταν στα σπίτια. Σιγά σιγά ξεθαρρέψαμε , πλησιάζαμε στα τσαντήρια και παρακολουθούσαμε με μεγάλη περιέργεια, κρυμμένα πίσω από τα δέντρα.

-Πώς ήταν, μανιά, ο Καραίσκάκης;
-Να, πιδάκι μ’, ένας μαύρος, κιτρινιάρης, με ξέπλεκα μαλλιά και παχύ, στριφτό μουστάκι. Τα μάγουλα βαθουλωμένα, μα τα μάτια τ’ αναμμένα κάρνα (κάρβουνα) ».

Ένας απλός έλεγχος των χρονολογιών, δεδομένου ότι η μανιά του Γρυμπογιάννη ήταν περίπου αιωνόβια, όταν διηγούνταν την ιστορία, μάς παραπέμπει στα 1800-1805. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης, όταν βρισκόταν στο Ζωγλόπι, διέταξε κάποιον Μήτρα, να μεταφέρει ένα γράμμα του στη Ρεντίνα. Εκείνος, που μόλις είχε επιστρέψει από την Πόλη, αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή, προφασιζόμενος ότι δεν γνώριζε το δρόμο και κλείστηκε στο σπίτι του. Τότε ο Καραϊσκάκης διέταξε να μαζέψουν ξερά κλαδιά και να τον κάψουν μέσα. Μάταια ο προεστός του χωριού Γιαννάκης Ζψγλοπίτης προσπάθησε να μεταπείσει τον καπετάνιο. Στο τέλος αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα. Έστειλε τις δυο θυγατέρες του με ξέπλεκα μαλλιά, ικέτιδες στο τσαντήρι του Καραϊσκάκη. Έτσι μόνο γλίτωσε τη ζωή ο δυστυχής Μήτρας.

Και η ντόπια παράδοση επομένως επαληθεύει την πληροφορία που καταγράφει ο Βλαχογιάννης, ότι ο Καραϊσκάκης στα βουνά του Ιτάμου και στο Ζωγλόπι συγκρότησε το πρώτο αξιόλογο ένοπλο σώμα του. Στα ίδια βουνά, που μερικά χρόνια πριν, βρήκαν καταφύγιο και οι Κατσαντωναίοι με τον ξακουσμένο Δίπλα, ο οποίος, κατά την παράδοση που καταγράφηκε από τον Ιατρίδη, καταγόταν από το Ζωγλόπι. Η ηρωική αυτή παράδοση ενέπνευσε και στον «Οδοιπόρο»(ψευδώνυμο) τους παρακάτω στίχους: 

«…Είδα στην Κούλια τους Κατσαντωναίους.
Δώδεκα σούβλες στη γραμμή
και τα κλεφτόπουλα να ρίχνουν το λιθάρι.
-Μα ποιοι είν’ οι δυο που στέκονται
παράμερα στον ήλιο;
Σαν έβαλα το χέρι αντηλιά,
τον άντρα τον πελώριο, το Δίπλα θώρησα,
με λόγια ζυγισμένα, γνωστικά,
να ορμηνεύει τον αϊτό, τον Κατσαντώνη.
Στα Δέντρα στο Ζωγλόπι, τ’ άτια τ’ αψιά
τις πέτρες με τα πέταλα αλωνίζουν
και ξεφλουδίζουν με τα δόντια τους κορμούς.
Κλέφτες παρέες, ένα γύρο, συντροφιές,
καπνίζουν γλυκοπίνουν,
το δόλιο το κορμί στονήλιο ξαποσταίνουν…
Κι ανάμεσά τους, με μάτι αϊτίσιο, τρομερός…
Της καλογριάς ο γιος… 
Είδα στους ύστερους καιρούς
την τρανή τη σύναξη για λευτεριά.
Χιλιάδες ο λαός, ο αδούλωτος, στον Ίταμο:
Νέοι κι αμούστακα παιδιά, κοπέλες μεστωμένες,
μεσόκοποι και γέροι, αλλοτινοί λευτερωτές.
Όλος εκείνος ο λαός, ουρανομήκην ιαχή
στον κόσμο το λιπόψυχο να υψώνει:
-Καραϊσκάκη εγγόνια είμαστ’ εμείς,
δισέγγονα του Κατσαντώνη ».-

Λάμπρος Γριβέλλας 

[1] Αντωνίου Ηλ. Ευριπίδης: « Ο Αλή πασάς και οι κλέφτες των Αγράφων». Αθήνα 2000 σελ.65-66.
[2] Παπαρρηγόπουλος Κ. « Γεώργιος Καραϊσκάκης», Αθήνα 1867.
[3] Θεοχάρη Μηλιά: «Ελληνόπυργος», σελ.58
[4] Αντωνίου Ευρ.: ο.π. σελ.67
[5] Θεοχάρη Μηλία: ο.π. σελ. 58
[6] Θεοχάρη Μηλία: ο. π. σελ. 59
[7] Βλαχογιάννη Γιάννη: « Άπαντα Νεοελλήνων κλασικών-2 Καραϊσκάκης-Ιστορικά Σημειώματα». «Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων». Χωριό Στάμου ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει στα Άγραφα. Προφανώς ο Βλαχογιάννης, στην ιδιόχειρη επιστολή του Αλεξανδρή , την πιθανώς δυσανάγνωστη λέξη «Ιτάμου», τη διάβασε ως «Στάμου». Ο Ίταμος είναι βουνό που δεσπόζει στο παλιό Ζωγλόπι(Παλιοζωγλόπι) και όχι χωριό.
[8] Δέντρα: Υπερυψωμένη τοποθεσία στο Παλιοζωγλόπι, με θέα προς όλες τις κατευθύνσεις.