Η ιστορία του Ζωγλοπιού καθώς και των άλλων χωριών της περιοχής μας έχει βαθιές τις ρίζες της στο μεσαίωνα, ίσως και στην αρχαιότητα. Η ανώμαλη κατάσταση που επικρατούσε στον ελληνικό χώρο μέχρι και τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους από τη μια και αφ’ ετέρου το γεγονός ότι η περιοχή μας βρισκόταν μακριά από στρατιωτικοπολιτικά κέντρα και μεγάλους δρόμους της εποχής, δεν βοήθησαν στην καταγραφή της ιστορίας του.
Όλα όσα γνωρίζουμε γι’ αυτή προέρχονται από πηγές διάσπαρτες που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο έρχονται κάθε φορά στο φως. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκοτεινή τουρκοκρατία, που είναι σχετικώς πρόσφατη ιστορικά. Το σημερινό σημείωμα αναφέρεται στην ιστορία των Αγράφων, στα οποία υπαγόταν και το Ζωγλόπι, κατά την περίοδο 1663-1677 και τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Κων/νου Καμπουρίδη «Η νεότερη Ελλάδα μέσα από τις οθωμανικές αρχειακές πηγές», που εκδόθηκε πρόσφατα.
Οι οθωμανοί δεν είχαν βέβαια κανένα ενδιαφέρον να καταγράψουν τη ιστορία του ελληνικού χώρου. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η φορολόγηση των κατακτημένων Ελλήνων και των άλλων λαών της Βαλκανικής. Έτσι, τα αρχεία τους συντάσσονταν αποκλειστικά για φορολογικούς σκοπούς, μέσα όμως από αυτά αναδεικνύονται πολλά ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία, όπως ο πληθυσμός κάθε περιοχής, η οικονομική κατάσταση του πληθυσμού, το πλήθος των φόρων που επέβαλαν οι οθωμανοί, οι πιέσεις και τα δεινοπαθήματα των κατακτημένων λαών κ.ά.. Στη συνέχεια θα παραθέσουμε όσα από τα παραπάνω στοιχεία θεωρούμε ότι θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να σχηματίσει μια, κατά το δυνατόν σφαιρική, εικόνα της εποχής εκείνης.
Διοικητική οργάνωση της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας
Τα σαντζάκια. Το σαντζάκι είναι μεγάλη διοικητική μονάδα, παραπλήσια με τη Νομαρχία ή –σε πολλές περιπτώσεις- και την Περιφέρεια. Η Θεσσαλία –πλην της Μαγνησίας- ανήκε στα σαντζάκι των Τρικάλων (τουρκικά Tirxala). Σε κάθε σαντζάκι υπήρχε ένας πολιτικοστρατιωτικός διοικητής, ο σαντζάκμπεης και ένας θρησκευτικός ο καδής.
Οι καζάδες. Ήταν μονάδες στις οποίες εκτείνονταν η ιεροδικαστική αρμοδιότητα του καδή. Το σαντζάκι των Τρικάλων αποτελούνταν από τους παρακάτω καζάδες: 1.Λάρισας και Φαναρίου, στον οποίο υπάγονταν και τα Άγραφα, 2.Τρικάλων, 3. Ελασσόνας, 4.Φαρσάλων, 5. Βελεστίνου, 6. Δομένικου, 7. Πλαταμώνα και 8. Αλμυρού.
Οι πρόκριτοι της επαρχίας (a’yan vilayet)
Οι πρόκριτοι προέρχονταν από τους πιο διακεκριμένους κατοίκους της επαρχίας και διορίζονταν με φιρμάνι. Τα κύρια καθήκοντά τους ήταν η συγκέντρωση των φόρων και η απόδοσή τους στο Διβάνι. Ήταν όμως επιφορτισμένοι και με θέματα επιμελητείας του οθωμανικού στρατού που περνούσε τότε από τη Θεσσαλία, όπως το χτίσιμο των φούρνων στους σταθμούς για την παραγωγή ψωμιού, την παραγωγή πληγουριού για τις εκστρατείες, τη διαπλάτυνση των οδών, την επισκευή των γεφυρών, το μπάζωμα των ποταμών απ’ όπου θα περνούσε ο στρατός κ.α.. Οι πρόκριτοι ήταν οθωμανοί ή χριστιανοί, ανάλογα με το θρήσκευμα των κατοίκων της επαρχίας. Φυσικά όλο το βάρος –οικονομικό και προσωπική εργασία- έπεφτε στους ώμους των κατοίκων.
Οι φόροι
Υπολογισμός των φόρων
Ο καδής της επαρχίας σε συνεργασία με τους προκρίτους καθόριζαν τις εστίες (avariz) κάθε χωριού. Κάθε εστία ήταν ομάδα νοικοκυριών ( avarizhane) και περιλάμβανε – κατά τους υπολογισμούς τους – 3 νοικοκυριά. Κάθε νοικοκυριό υπολογίζονταν με 5 μέλη. Έτσι το Ζωγλόπι, που στους φορολογικούς καταλόγους είναι γραμμένο ως Izglob ma’ Kaloyer avers ( Ζωγλόπι με τον καλόγερο και άλλα), φέρεται να είχε τον εξής πληθυσμό κατά τη σύνταξη των φορολογικών καταλόγων:
1663: 13 εστίες Χ 3 νοικοκυριά Χ 5 μέλη = 195 κάτοικοι
1666: 13 εστίες Χ 3 νοικοκυριά Χ 5 μέλη = 195 κάτοικοι
1667: 13 εστίες Χ 3 νοικοκυριά Χ 5 μέλη = 195 κάτοικοι
1677: 9/3 ( Σημαίνει ότι έφυγαν τρία νοικοκυριά και τα εννέα που έμειναν υποχρεώθηκαν να πληρώσουν και το φόρο των … φυγάδων, δηλαδή πλήρωσαν για 12 νοικοκυριά). Τα 9 νοικοκυριά Χ 3 Χ 5 μας κάνουν 135 κατοίκους.
Ερμηνευτική σημείωση
Το ερώτημα είναι ποιος ήταν ο Καλόγερος. Απ’ όσα ξέρουμε ο Καλόγερος ως συνοικία συμπεριλαμβάνεται στο Ζωγλόπι. Μια βάσιμη υπόθεση είναι ότι μ’ αυτή την ονομασία εννοούσαν τη συνοικία που σε μας είναι γνωστή ως Πέρα Μαχαλάς. Με τη λέξη avers ασφαλώς εννοούσαν τις υπόλοιπες απομακρυσμένες συνοικίες Πολύκοινο, Κουτσιανάδες κ.λ.π..
Οι εστίες και τα νοικοκυριά.
Είναι γνωστό ότι οι οικογένειες του καιρού εκείνου ήταν πατριαρχικές. Σε κάθε εστία, δηλαδή σε κάθε κατοικία, διέμεναν τρία και περισσότερα αδέλφια με τις οικογένειές τους (νοικοκυριά). Όλοι αυτοί αποτελούσαν φορολογικά μια εστία. Επειδή δε οι οικογένειες ήταν πολυμελείς, τις υπολόγιζαν με 5 μέλη καθεμιά.
Είχε το Ζωγλόπι της εποχής εκείνης 195 και αργότερα 135 κατοίκους; Υποθέτουμε πως όχι, διότι από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι περίπου την ίδια εποχή αριθμούσε 60 οικογένειες, δηλαδή 300 κατοίκους. Είναι γνωστό ότι με τη παραχώρηση των προνομίων (Συνθήκη αυτονομίας των Αγράφων του 1525), τα αγραφιώτικα χωριά πλήρωναν φόρο κατ’ αποκοπή, ανάλογα με τις εστίες καθενός και έπειτα οι προεστοί διαιρούσαν τον οφειλόμενο φόρο με τον αριθμό των οικογενειών. Όσο λιγότερες εστίες δηλώνονταν, τόσο λιγότερος φόρος αναλογούσε σε κάθε οικογένεια. Δεδομένου ότι οι περισσότερες οικογένειες του Ζωγλοπιού ήταν διασκορπισμένες στα πυκνά δάση, ήταν δύσκολο να επαληθευτεί από την τουρκική διοίκηση ο ακριβής αριθμός τους και έτσι οι πρόκριτοι δήλωναν όσο λιγότερες εστίες μπορούσαν. Υπάρχει και το ενδεχόμενο οι πρόκριτοι να δήλωναν λιγότερα νοινοκυριά για να πληρώνουν λιγότερους φόρους, ενώ εισέπρατταν από όλους τους κατοίκους και ιδιοποιούνταν το υπόλοιπο.
Τα είδη των φόρων
Οι φόροι τους οποίους επέβαλε η τουρκική διοίκηση στους κατακτημένους λαούς διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Τους θρησκευτικούς και τους έκτακτους.
Στους θρησκευτικούς ανήκει η δεκάτη και ο κεφαλικός φόρος.
Η δεκάτη. Η δεκάτη αφορούσε κάθε είδους εισοδήματα που παράγονταν στην επαρχία. Φορολογούνταν τα πάντα. Το σιτάρι, το κριθάρι(για τα άλογα του στρατού), τα αμπέλια, οι κυψέλες, τα πρόβατα και άλλα πολλά. Με τον όρο δεκάτη, εννοούμε ασφαλώς το 10% της παραγωγής. Δυστυχώς σ’ αυτό οι Τούρκοι πρόσθεταν έξοδα διαβίωση των εισπρακτόρων, οδοιπορικά, έξοδα δικαστηρίου, έξοδα για τους υπηρέτες κ.λ.π. που το σύνολό τους σε πολλές περιπτώσεις έφτανε το 50% της παραγωγής, συν όσα ιδιοποιούνταν οι εντεταλμένοι για την είσπραξη πρόκριτοι. Μερικοί από αυτούς πλούτιζαν από τη φοροκλοπή.
Ο κεφαλικός φόρος. Κεφαλικό φόρο πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι της επαρχίας, με πρόσχημα την προστασία της ζωής τους, της περιουσίας τους και την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους. Ο κεφαλικός φόρος δεν ήταν ίδιος σε όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, ούτε σε όλες τις εποχές. Από τον κεφαλικό φόρο εξαιρούνταν οι άποροι με εισόδημα κάτω από 300 άσπρα, οι άνεργοι, οι γυναίκες, τα παιδιά, οι τυφλοί, οι ανάπηροι, οι κληρικοί, οι μοναχοί , οι μετακινούμενοι βλάχοι και οι αρματολοί.
Από τα χωριά των Αγράφων τα περισσότερα δεν πλήρωναν κεφαλικό φόρο, μεταξύ αυτών και το Ζωγλόπι.
Έκτακτοι ή εθιμικοί φόροι
Είναι ποικιλώνυμοι φόροι, γνωστοί με το γενικό όρο avariz (φορολογίες) και έχουν καταμετρηθεί περισσότεροι από 90! Οι φόροι αυτοί επιβάλλονταν με διαταγή του σουλτάνου και δεν είχαν σχέση με τους θρησκευτικούς φόρους, δηλαδή τη δεκάτη και τον κεφαλικό. Άλλοι από αυτούς ήταν συνηθισμένες εισφορές για τη συντήρηση των θεσμών, όπως τα αυτοκρατορικά μαγειρεία, το ναυτικό, το ταχυδρομικό σύστημα, η φύλαξη ορεινών διαβάσεων, η συντήρηση γεφυρών, δρόμων ή συντριβανίων και άλλοι επιβάλλονταν για την κάλυψη έκτακτων αναγκών, όπως εκστρατείες του σουλτάνου, σιτοδείες κλ.π.. Ορισμένοι από τους φόρους αυτούς επιβάλλονταν σε είδος, όπως κριθάρι για τα άλογα του στρατού, ύφασμα για τις στολές των γενιτσάρων, πανιά και επίδεσμοι για τα τραύματα των στρατιωτών, μάλλινο ύφασμα για να καθαρίζουν τα καζάνια, φρούτα για το χαρέμι του σουλτάνου κ.ά..
Πόσο φόρο πλήρωναν τα χωριά των Αγράφων
Από τους φορολογικούς καταλόγους που περιλαμβάνονται στο βιβλίο διαπιστώνουμε ότι κάθε εστία πλήρωνε:
Δημόσιο φόρο (miri) : 90 άσπρα [1]
Για τους φυγάδες (gurihte) : 66 άσπρα
Έξοδα διαβίωσης : 14 άσπρα
Έξοδα υπηρετών : 2 άσπρα
Για ανυπότακτους : 18 άσπρα
Διάφορα : 4 άσπρα
Σύνολο : 194 άσπρα
Διαιρώντας κάθε εστία με τον αριθμό 3 βρίσκουμε ότι κάθε οικογένεια πλήρωνε 64,6 άσπρα, που αναλογούν σε κάθε άτομο 13 άσπρα περίπου.
Οι παραπάνω αριθμοί δεν είναι απόλυτοι. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο πολλές οικογένειες αδυνατώντας να πληρώσουν τους φόρους τους να μετακινούνται κρυφά σε άλλα μέρη, οπότε οι εναπομείναντες υποχρεώνονταν να πληρώνουν και τους φόρους των φυγάδων. Έτσι ο φόρος τους σε πολλές περιπτώσεις διπλασιαζόταν και τριπλασιαζόταν.
Παράπονα στο σουλτάνο
Ο θρησκευτικός νόμος των οθωμανών επέβαλε στο σουλτάνο να ακούει τα παράπονα των υπηκόων του και να απονέμει το δίκαιο. Ο νόμος αυτός τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια, τουλάχιστο τυπικά. Πολλοί χριστιανοί που υποχρεώνονταν από την τουρκική διοίκηση να πληρώνουν δυσανάλογα μεγάλους φόρους ή καταπατούνταν τα κτήματά τους από ισχυρούς μουσουλμάνους της περιοχής, είχαν τη δυνατότητα να κάνουν γραπτώς ή αυτοπροσώπως τα παράπονά τους στον ίδιο το σουλτάνο. Από το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί υποβάλλονταν σε μεγάλα έξοδα, ταλαιπωρία και κινδύνους και δεν δίσταζαν να μεταβούν στην Πόλη και να παρουσιαστούν στο σουλτάνο ή τελοσπάντων στους αξιωματούχους του, πρέπει να συμπεράνουμε ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις αποδίδονταν το δίκαιο.
Φυσικά, για να φτάσει κανείς ως το σουλτάνο, έπρεπε να δωροδοκήσει ουκ ολίγους αξιωματούχους!
[1] Το πρώτο ασημένιο τουρκικό νόμισμα ήταν το άσπρο (akce). Στην αρχή ζύγιζε 1,2 γραμμάρια και είχε τίτλο 900/1000. Με τον καιρό έπεφτε η αξία του και στο τέλος έφτασε να ζυγίζει 0,19 γραμμάρια, οπότε χρησιμοποιούνταν μόνο ως νομισματική μονάδα.