του Λάμπρου Γριβέλλα


Κάθε Πρωτοχρονιά ανταλλάσσουμε ευχές και φιλιά ελπίζοντας σε ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα στη ζωή μας από το νέο χρόνο, αφήνοντας πίσω τα λάθη και τις κακοτυχίες του παρελθόντος. Οι ευχές βέβαια θα μείνουν ανεκπλήρωτες, αν δεν αξιολογήσουμε σωστά το παρελθόν, έτσι, ώστε να διδαχτούμε και από τα λάθη μας ακόμα, για να μπορέσουμε να χαράξουμε την πορεία μας στο μέλλον. Παρελθόν και μέλλον είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν. Ο άνθρωπος πορεύεται στη ζωή αξιολογώντας τις δράσεις του και προβαίνοντας συνεχώς σε διορθωτικές κινήσεις. Έτσι κατακτά το μέλλον.

Η κοινωνία μας, όπως κάθε ανθρώπινη κοινωνία, σχηματικά τριχοτομείται, με άλλα λόγια απαρτίζεται από τρεις γενεές. Τη γενεά που παρήλθε και είναι οι πρόγονοί μας και όσοι υπερήλικες βρίσκονται ακόμη στη ζωή, τη γενεά που δραστηριοποιείται σήμερα, δηλαδή όσους έχουν ηλικία 25-65 ετών, και τη νέα γενεά που προετοιμάζεται να πάρει τη σκυτάλη και να δημιουργήσει  στο μέλλον.

Είναι γεγονός ότι τα «Ζωγλοπίτικα Χρονικά» ασχολήθηκαν, κατά κόρον,  με το παρελθόν, και αυτό δικαιολογείται διότι το παρελθόν αποτελεί τη σταθερή βάση επάνω στην οποία χτίζεται το μέλλον ενός τόπου. Είναι ανάγκη λοιπόν η νέα γενεά να γνωρίζει το παρελθόν του τόπου της, την ιστορία και τη δράση των προγόνων της, για να έχει ένα σταθερό μπούσουλα στη ζωή. Αυτός είναι ο λόγος που καταγράφουμε το παρελθόν διότι ο χρόνος είναι καταλύτης και τα σβήνει όλα, αν τα αφήσουμε στην τύχη τους.

Όσο για τη γενεά που βρίσκεται σήμερα στη ενεργό δράση, δηλαδή όλους εμάς που δραστηριοποιούμαστε στα γράμματα, στις επιστήμες, στις τέχνες και στα επαγγέλματα, αυτή θα την κρίνουν οι επερχόμενοι. Το σημερινό σημείωμα όμως έχει σκοπό να ασχοληθεί με τη γενεά που εκκολάπτεται και προορίζεται να πάρει στα χέρια της τη σκυτάλη της παραγωγής μετά από μας. Είναι οι νέοι που σπουδάζουν, οι νέοι που αρχίζουν ένα επάγγελμα με μύριες δυσκολίες, οι νέοι που εναγωνίως αναζητούν κάποια εργασία. Είναι εύλογο το ερώτημα που μπορεί κανείς να απευθύνει: Τι κάνουμε για όλους αυτούς;

Όσο εύκολο φαίνεται το ερώτημα, τόσο δύσκολο είναι να δοθεί μια απάντηση. Οι λόγοι είναι πολλοί. Γι’ αυτό θα έλεγα ότι μπορούμε να κάμουμε πολλά και τίποτα. Για την ανατροφή των νέων, ώστε να διαπλάσουν καλό χαρακτήρα και να αποκτήσουν όλα εκείνα τα εφόδια που θα τους βοηθήσουν να σταδιοδρομήσουν στη ζωή, στη επιστήμη, στο επάγγελμα, σε όποιο επάγγελμα έχει κλίση και δυνατότητα καθένας, την ευθύνη έχουν η οικογένεια, η εκπαίδευση, η εκκλησία, και τέλος η Πολιτεία, που οφείλει, να αντιμετωπίζει όλα τα παιδιά του λαού της αξιοκρατικά, με τα ίδια μέτρα και σταθμά και να τους παρέχει τη δυνατότητα να σταδιοδρομήσουν και ν’ αποβούν επωφελείς στον εαυτό τους και στο κοινωνικό σύνολο. Οι παρεκκλίσεις από τον παραπάνω κανόνα –και δυστυχώς αυτές αποτελούν τον κανόνα – είναι έγκλημα, διότι η κοινωνία μας για να πάει μπροστά πρέπει να στελεχώνεται από τους ικανότερους και καταλληλότερους για κάθε θέση.

Όσα όμως και αν πράξει η οικογένεια και η εκπαίδευση και η Πολιτεία, τον αποφασιστικό ρόλο στη σταδιοδρομία του θα παίξει ο ίδιος ο νέος άνθρωπος. Υπάρχουν νέοι που η οικογένεια τούς εξασφάλισε πλουσιοπάροχα όλα τα μέσα για να ζήσουν και να κάμουν καλές σπουδές, αλλά εκείνοι παρασύρθηκαν από την εύκολη ζωή και κλότσησαν την ευκαιρία. Υπάρχουν όμως και νέοι από φτωχές οικογένειες, που εργάστηκαν σκληρά, σπούδασαν σε νυκτερινά γυμνάσια και κατάκτησαν επίζηλη θέση στην κοινωνία. Δεν μπορώ ν’ αποφύγω τον πειρασμό να  αναφερθώ σ’ ένα παράδειγμα από τη ζωή των συγχωριανών μας μαθητών του γυμνασίου της δεκαετίας του 1950, μεταξύ των οποίων έχω την τιμή να συγκαταλέγομαι: 

Η οδός Κουμουνδούρου τότε ήταν στρωμένη με σκύρο, αλλά με το ποδοβολητό εκατοντάδων ζώων που κατέβαιναν από τα χωριά μας με τα καυσόξυλα, ο δρόμος είχε δέκα εκατοστά λασπουριά. Κατεβαίναμε εμείς το πρωί, καμιά δεκαριά, όλοι μαζί από την περιοχή στρατώνων πηγαίνοντας στο σχολείο, κακοντυμένοι και με τα παλιάρβυλα να βροντοκοπούν στις πέτρες και οι παρόδιοι καταστηματάρχες έβγαιναν στην πόρτα των μαγαζιών τους και μας χάζευαν! Ο πιο ηλικιωμένος από κείνους ακούστηκε μια μέρα να λέει στους άλλους: 
 Τους βλέπετε αυτούς τους τσαρουχάδες; Αυτοί μια μέρα θα γίνουν υπάλληλοι και επιστήμονες και τα δικά μας τα παιδιά, τα καλοταϊσμένα, θα βαρούν μύγες στο μαγαζί κι αν το διατηρήσουν κι αυτό.
Σε μεγάλο βαθμό ο άνθρωπος επαληθεύτηκε. Δεν είμαστε τόσο κοντόφθαλμοι, ώστε να έχουμε την απαίτηση, να ακολουθούν οι νέοι τις συμβουλές  των μεγαλύτερων, κατά γράμμα, διότι άλλος είναι ο τρόπος σκέψης των νέων και άλλος των ηλικιωμένων. Το χάσμα των γενεών υπήρχε σε όλες τις εποχές. Στην εποχή μας όμως έχω την εντύπωση ότι η νέα γενεά, παρασυρμένη από την εισαγόμενη υποκουλτούρα – διάβαζε πνευματική σαβούρα – έχει αποκοπεί τελείως από τις προηγούμενες και αυτό δεν προμηνύει τίποτε καλό. Η πείρα της ζωής είναι αναντικατάστατη και καλό είναι οι νεότεροι να επωφελούνται από τις εμπειρίες των μεγαλύτερων.

Δεν παραβλέπουμε ακόμη ότι στην εποχή μας οι σειρήνες που καλούν τους νέους είναι πολλές και πολύ πιο προκλητικές από εκείνες που καλούσαν τον Οδυσσέα, αλλά εκείνος τις απέφυγε δεμένος στο κατάρτι και έχοντας τ’ αυτιά του βουλωμένα με κερί. Ούτε ζούμε σε άλλον κόσμο για να συμβουλέψουμε τους νέους να κάμουν το ίδιο με τον Οδυσσέα.

Οι αρχαίοι πρόγονοί μας που ήταν σοφοί άνθρωποι, είχαν ανακαλύψει το χρυσό μέτρο. Όλα με μέτρο λοιπόν, και η εργασία και η ψυχαγωγία και η καλοπέραση, αλλά να μένουμε πάντοτε προσηλωμένοι στον στόχο μας, που είναι ένας και μοναδικός: Πώς θα πάμε μπροστά, πώς θα αλλάξουμε τη ζωή μας. Και προπαντός, να μην λησμονούμε ότι από τον τρόπο που θα εκμεταλλευτούμε τα χρόνια της νεότητάς μας εξαρτάται η υπόλοιπη ζωή μας. Αξίζει να τη χαραμίσουμε;