Μετά από κάθε μεγάλο πόλεμο πολλές αλλαγές έρχονται στη ζωή των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι παλαιότεροι να μην αναγνωρίζουν την κοινωνία, όπως διαμορφώνεται λίγες δεκαετίες μετά την ειρήνευση. Πολλοί χαρακτηρίζουν την αλλαγή με τη φράση: Χάλασε η κοινωνία. Η απόφανση βέβαια αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Πριν από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οι αλλαγές, κυρίως στην αγροτική κοινωνία, συντελούνταν με πολύ αργούς ρυθμούς, έτσι ώστε σε διάστημα ενός και πλέον αιώνα από τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους, ελάχιστα πράγματα να έχουν αλλάξει. Η μορφή της αγροτικής οικογένειας εξακολουθεί να παραμένει πατριαρχική στη μορφή της, αν και, με τον καιρό, γίνεται όλο και πιο ολιγομελής. Οι ηλικιωμένοι εξακολουθούν να παραμένουν στην ίδια στέγη με τις οικογένειες των παιδιών τους, σε πολλές δε περιπτώσεις όλοι οι παντρεμένοι άρρενες γιοι συμβιώνουν στην ίδια στέγη με τους γονείς. Στην ίδια στέγη επίσης παραμένουν  οι άγαμοι αδελφοί και αδελφές του αρχηγού της οικογένειας, ο οποίος μπορεί να είναι  ο γενάρχης (παππούς) ή ο μεγαλύτερος γιος.


Τα ήθη και έθιμα παραμένουν αναλλοίωτα, όπως και οι προλήψεις και δεισιδαιμονίες που εξακολουθούν να έχουν θέση στον καθ’ ημέραν βίο του λαού (βασκανίες, μαγικά, φαντάσματα κ.λ.π.). Η γη καλλιεργείται με τα ίδια, όπως και πριν εργαλεία, με άροτρο που το σέρνουν βόδια ή μουλάρια και οι καλλιεργητικές μέθοδοι ελάχιστα βελτιώθηκαν. Γενικά η ζωή κυλά αργά και μονότονα και οι όποιες αλλαγές περνούν με μεγάλη δυσκολία.


Η προπολεμική κοινωνία είχε τη δική της δομή. Ο μικρότερος κοινωνικός πυρήνας ήταν το σόι ή φάρα. Τα μέλη που ανήκαν στο ίδιο σόι αισθάνονταν αλληλέγγυα μεταξύ τους και αναγνώριζαν άτυπα το πιο σημαντικό μέλος της φάρας, ως αρχηγό. Αυτός ήταν και ο κομματάρχης που διατηρούσε απ’ ευθείας επαφή με το βουλευτή. Αυτός διεκπεραίωνε τις υποθέσεις των υπόλοιπων μελών (διορισμούς, μεταθέσεις υπαλλήλων και στρατιωτών, δικαστήρια, διαφορές κλπ.). Σε αντάλλαγμα όλα τα μέλη της φάρας όφειλαν σεβασμό στον ίδιο και υπακοή στις αποφάσεις του.


Η κοινότητα αποτελούσε τον ευρύτερο πυρήνα και διοικούνταν από το κοινοτικό συμβούλιο, το οποίο, κατά κανόνα, ήταν συμβούλιο γερόντων, εξ εκείνων που απολάμβαναν την εκτίμηση και το σεβασμό της κοινωνίας του χωριού. Το κοινοτικό συμβούλιο, εκτός από τις κοινοτικές υποθέσεις, ρύθμιζε και μικροδιαφορές μεταξύ των κατοίκων ( συνοριακές διαφορές, διαπληκτισμούς, αθέτηση υποσχέσεων κ.λ.π.), οι οποίες σπάνια οδηγούνταν στα δικαστήρια.


Το πλέον σημαντικό και αξιοθαύμαστο είναι ότι μεταξύ των μελών της κοινότητας υπήρχε άγραφος κώδικας τιμής. Συμφωνίες ,δοσοληψίες και λοιπές συναλλαγές επισφραγίζονταν με  «λόγο τιμής», τον οποίο ουδείς διανοούνταν να αθετήσει, διότι ο «ανέντιμος» δεν είχε θέση στη ζωή της κοινότητας, κατά τη συνήθη δε έκφραση των ορεινών: «Δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί».


Όλα τα παραπάνω ήρθε ο πόλεμος και τα σκόρπισε σαν τραπουλόχαρτα. Ο Β΄παγκόσμιος πόλεμος έφερε άμετρες καταστροφές, θάνατο, πόνο και δάκρυα, αλλά έφερε και κοσμογονικές αλλαγές. Οι νέοι που επέστρεψαν στο χωριό μετά την αποστράτευσή τους ήρθαν διαφορετικοί. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους ήρθαν σε επαφή με άλλους νέους, γνώρισαν άλλους τόπους, άλλους τρόπους ζωής και όλα αυτά τους επηρέασαν σημαντικά. Με τον καιρό αναπτύχθηκαν πολιτιστικοί σύλλογοι, συνεταιριστικές και κομματικές οργανώσεις, η γυναίκα μπήκε στην αγορά εργασίας και γενικά άνοιξαν στη νέα γενιά νέοι ορίζοντες. Οι νέοι δεν αρκούνται πλέον σε όσα προσφέρει η ζωή στο χωριό και αναζητούν εργασία στις πόλεις. Αυτή η όσμωση αργά και ανεπαίσθητα έφερε τη μεταπολεμική κοινωνική αλλαγή.


Ο γράφων πιστεύει πως αυτή θα ήταν μια αλλαγή προς ένα λαμπρό μέλλον, αν δεν μεσολαβούσε ο εμφύλιος, ο οποίος επισώρευσε στην κοινωνία μας ανυπολόγιστα δεινά. Εκτός από τις υλικές καταστροφές που επέφερε και από την απώλεια του ανθού της ελληνικής νεολαίας, το χειρότερο ήταν το εμφύλιο μίσος, το οποίο διέρρηξε τον κοινωνικό μας ιστό, αφού μετέτρεψε αδελφούς, συγγενείς και συγχωριανούς σε θανάσιμα αλληλομισούμενους  εχθρούς. Η βίαιη μετακίνηση των ορεινών αγροτικών πληθυσμών προς τα πεδινά χωριά και τις πόλεις, τους ανάγκασε να συμβιώνουν, κάτω από άθλιες συνθήκες, με ανθρώπους που είχαν διαφορετικό πολιτισμό, νοοτροπία, ήθη. Αυτός ο συμπλησιασμός, συμπαρομαρτούμενος και από την απερίγραπτη πενία ανθρώπων που προσπαθούσαν να επιβιώσουν με τα εφόδια της UNRA, αφύσικος από κάθε άποψη, επενήργησε αρνητικά σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και έσπειρε το σπόρο της έκπτωσης των παραδοσιακών αξιών. Η νέα αυτή ηθική  επικράτησε σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, στις συναλλαγές, στις συμφωνίες, στη διευθέτηση διαφορών και μετάλλαξε τη ζωή της αγροτικής κοινωνίας.


Η αγροτική κοινωνία του 1950, ήταν μια κοινωνία, που μόλις βγήκε από την κόλαση του εμφύλιου και οι συμφορές που είχε υποστεί ήταν δύσκολο να την αφήσει ανεπηρέαστη, όσο μεγάλη προσπάθεια και αν κατέβαλε. Ήδη είχε μπει σε μια νέα εποχή, τη μεταπολεμική, στην οποία όμως μπήκε με τρόπο απότομο και αφύσικο. Πέρασε μισός και πλέον αιώνας ζωής από τότε και σήμερα η ζωή κυλάει σε άλλους ρυθμούς. Είναι πλέον καιρός να μετρήσουμε κέρδη και  ζημίες. Η μεταπολεμική περίοδος έφερε τεράστιες αλλαγές στη ζωή της ορεινής αγροτικής κοινωνίας προς το καλύτερο. Ζούμε σε καλύτερο σπίτι, με ηλεκτρικό, τηλέφωνο, νερό και αποχέτευση, αποκτήσαμε αυτοκίνητο, πλυντήριο και ψυγείο, οι ηλικιωμένοι δεν εξαρτώνται οικονομικά εξ ολοκλήρου από τα παιδιά τους. Έχουμε όμως και απώλειες. Ο κοινωνικός ιστός που διερράγη με τον πόλεμο δεν μπόρεσε να επανασυγκολληθεί. Ενώ οι αποστάσεις, χάρη στις σύγχρονες συγκοινωνίες, συντομεύθηκαν, οι άνθρωποι ξεμακρύναμε ο ένας από τον άλλο. Οι ανάγκες της σύγχρονης ζωής χώρισαν τις οικογένειες. Οι ηλικιωμένοι ζουν μακριά από τα παιδιά τους και το γήρας έρχεται δύσκολο. Χάσαμε στο δρόμο τον «κώδικα τιμής», την εμπιστοσύνη, την αγάπη, την αλληλοβοήθεια, αξίες που επικρατούσαν στην προπολεμική αγροτική κοινωνία.

Θα μπορέσουμε άραγε να τα ξαναβρούμε κάποτε ή θα παραμείνουν όνειρο άπιαστο;