Ένα διήγημα του Γιάννη Βλαχογιάννη που αναφέρεται στις παραμονές της μεγάλης επανάστασης του 1821. Καταχωρισμένο σε πολλά Αναγνωστικά του Δημοτικού, συγκίνησε και εξήψε τη φαντασία πολλών από μας τους παλαιότερους, όταν ήμασταν μαθητές. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη!

Οι προεστοί της Αθήνας είχανε σύναξη μυστική στο σπίτι του γερο-Θωμά, του γεροντότερου, που ήταν εκεί κοντά στη Ρόμπη. Αρχιζε να σκοτειάζει μεσ’ στην κάμαρη, και δεν το κρίνανε σωστό ν’ ανάψουνε λαχνάρι, για να μη δώσουν αφορμή να μπεί κανείς, αν κι είχανε τόση μπιστοσύνη στη νοικοκυρά, όση είχανε και στον άντρα της τον ίδιο. Έπειτα, ό,τι ήτανε να ξέρει αυτή, το ‘ξερε. Κι αφού οι αρχόντοι είχανε φυλακιστεί στο Κάστρο, οι γέροι συναχτήκανε στ’ αρχοντικό της να σκεφθούνε πράγματα περίσσια σοβαρά. Οι χωριάτες γύρω στα χωριά είχαν αρχίσει ν’ αναταράζονται, και το μεγάλο κίνημα του σηκωμού δεν ήτανε μακριά.


Από το χωριό, που ήτανε το κέντρο του βρασμού, φτάνανε κρυφές παραγγελίες στους προεστούς της χώρας, που ζητούσαν ανταπόκριση μ’ αυτούς και περιμένανε τις προσταγές τους. 


Μεσ’ στον οντά το σκοτάδι πύκνωνε και θάμπωνε, κι οι γέροι μόλις ο ένας έβλεπε τον άλλον. Κανένας δε μιλούσε πια, μα η ίδια σκέψη περνούσε απ’ τα κεφάλια τους και των οχτώ που κάθονταν εκεί μέσα, γύρω στα μιντέρια, ακίνητοι, κι είχαν αφήσει σβηστά πια τα τσιμπούκια τους, μεσ’ στην ανησυχιά τους. Ξέρανε πως οι Τούρκοι αρχίσανε να παίρνουνε χαμπέρι, πως κάτι σοβαρό έτρεχε ανάμεσα στους χριστιανούς, τους άπιστους, κι ο ζαμπίτης του Κάστρου, ο Τατάραγας, με τα σαράντα περιβόλια στα περίχωρα, μέτρα δυνατά είχε πάρει, κόλια απ’ Αρβανίτες φυλάγανε τις πόρτες της χώρας και τα μπούρτσια της, και για να περάσεις έπρεπε ή με το καλό να τους κάμεις να σ’ αφήσουν, ή κρυφά να πηδήσεις απ’ τα τείχια και να πας. Μα τότε δύσκολα θα γύριζες γιατί στις πόρτες θα σε πιάνανε.


Τέλος ένας απ’ τους γερόντους αποφάσισε να ξεστομίσει το βαρύ το ρώτημα:
 Ποιος είν’ άξιος να πάρει απάνου του αυτή τη δουλειά, να βγει όχι κρυφά απ’ τη χώρα, με την άδεια της βάρδιας;


Κανείς δεν αποκρίθηκε. Για κάμποση ώρα μείναν όλοι αμίλητοι, σαν κάτι να περίμεναν.
Ένα αλαφρό ψίθυρο ακούστηκε κατά την πόρτα πούφερνε προς το λιακό απάνω. Μες στο σκοτάδι ξεχώρισε γνώριμη παιδιού μορφή, ακίνητη, συμμαζεμένη, κολλητή στον τοίχο. Ολουνών τα μάτια, συνηθισμένα στο σκοτάδι, γνωρίσανε του νοικοκύρη το Θωμάκο, από τα δυο του αγγόνια, το μικρότερο. 

Αυστηρά του μίλησε ο παππούς:
Τι μπήκες εδώ πέρα; Είπε ο γερο-Θωμάς. Ποιος σ’ έστειλε; Έχεις πολλήν ώρα δω; Από πού πέρασες; Εγώ έχω την πόρτα αμπαρωμένη.
 Μπήκα, είπε το παιδί… Κατέβηκα από το λιακό…
 Πώς το ‘καμες αυτό; Είπε ο γέρος αυστηρότερα. Τίνος τη γνώμη πήρες; Ποιος σ’ έβαλε να το κάμεις αυτό;
 Όχι, μοναχός μου
! Είπε ζωηρά το παληκαράκι και προχώρησε δυο βήματα.
Η μιλιά του αντηχούσε καθαρή, απόνηρη μεσ’ στο σκοτάδι.
 Κατάλαβα πως θα λέγατε για τη πατρίδα… Ήθελα ν’ ακούσω κι εγώ…
Του κάθε γέροντα η καρδιά γύρισε στον τόπο της. Τ’ αγγόνι του γερο-Θωμά ήταν αθώο, κίνδυνο δε φοβέριζε γι’ αυτούς και για τα σπίτια τους. Το παιδί ήθελε ν’ ακούσει που μιλούσανε για την πατρίδα… Ο παππούς του ήταν έτοιμος να τ’ ορμηνέψει πρώτα κι ύστερα να το διώξει, μα δεν πρόφτασε. Το παιδί πρόλαβε το σκοπό του.
Εγώ πάω, είπε σοβαρά, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του.
 Πού;
 Στο χωριό… δε θέλετε να στείλετε άνθρωπο; Θα πάω γω…
 Πώς θα πας εσύ, παιδί μου; Είπε ο παππούς ανήσυχος, μα και μαλακωμένος τώρα
 Με τ’ άλογο καβάλα… θα πάρω και τον καρά, σανό θα πάω να κόψω… Θα’χω και το κλαδευτήρι.

Χαμηλώσαν οι μιλιές των προεστών. Το παιδί, ορθό πάντα, μα όχι μακριά από τη συντροφιά τους, άκουγε χωρίς να θέλει.
Πέρασε από τη Μενιδιάτικη πόρτα τραγουδώντας, το πρωί αργά , καμαρωτά, και δεν έδωσε καμιά υποψία. Στου Αγά τη βρύση πότισε τ’ άλογο. Μα εκεί κοντά είδε τον Καράμπελα, ένα Αθηναίο από την τάξη του λαού, την ταπεινή, άνεργο, στριμμένον άνθρωπο, δούλο των Τούρκων πάντα, που ζούσε κι από τη βοήθειά τους. Ο Καράμπελας έκαμε πως δεν τον είδε, μα τον κοίταξε από πίσω ύποπτος, κι ο Θωμάκος το καταλάβαινε χωρίς να στρέψει. Ξακολούθησε το δρόμο του, έφτασε στο χωριό, τέλειωσε το σκοπό του, έκοψε και σανό, και γύρισε με τον τρανό το λόγο, γραμμένο βαθιά στα φυλλοκάρδια του, και που ο Χατζη-Μελέτης, της Χασιάς ο καπετάνιος, κι ο Μητρο-Λέκας του Μενιδιού με δισταγμό του μπιστευτήκανε, γιατί τον είδανε τόσο μικρό. Μα το παιδί αυτός ο λόγος το μεγάλωσε και το ‘καμε άντρα άξιο να φυλάξει το διαμάντι τ’ αξετίμητο, και στο φως να μην το δείξει, παρά μοναχά στων προεστών της Αθήνας την καρδιά να το μπιστευτεί βαθιά.


Γύρισε όπως ήρθε, ήσυχα και χωρίς κανένα πρόσκομμα. Και τράβηξε ίσια στου παππού του. Εκεί δεν τον ηύρε το γέρο, τον παππού. Μα η γιαγιά του ήταν άνω κάτω. Και σε λίγο, να κι έφτασε κι η μάνα του.
Αχ, παιδάκι μου, ήρθες; Είπε η μάνα. Τι ήταν το κακό που μας βρήκε, παιδάκι μου;
 Τι είναι, μάνα, τι στάθηκε; Είπε το παιδί.
 Η χάρη του Χριστού και γλίτωσε το σπίτι μας, είπε η μάνα. Ήρθε ο Καράμπελας απ’ το παλιοχώραφό του και τράβηξε ίσια στου Τατάραγα το σπίτι… « Κυρά Μεμέτ Αγίνα, φώναξε απ’ το δρόμο, μέσα είναι ο αφέντης; Θέλω να του μιλήσω. Στάσου να ‘ ρθώ μέσα…». Μπήκε ο αφορεσμένος κι είπε πως στου Αγά τη βρύση είδε τ’ αγγόνι του γερο-Θωμά…
 Σε πήρε για τον Κωστάκη, παιδί μου! Είπε η μάνα… Αυτό ήταν ο γλιτωμός μας.
 Άκου, κυρά Μεμετίνα, είπε ο Καράμπελας. Στου Αγά τη βρύση απάντησα το αγγόνι του Θωμά, τον Κωστάκη, με δυο άλογα να τραβάει κατά το Μενίδι. Δεν έβγαλε ο αφέντης διαταγή, του κάστρου ο ζαμπίτης, ο Τατάραγας, κανένας να μη βγει απ’ τη χώρα, αν δεν το πει; Θάνατο δε φοβέρισε, αν το κάμει και πάει να βρει τους ζορμπάδες των χωριών και δώσει-πάρει λόγια;
  Ναι, Καράμπελα, μα όχι και να μην πάει κανείς στο κτήμα του,
 είπε η Μεμέτ Αγίνα.
 Τι κτήμα μου λες εκεί; Τ’ αγγόνι του Θωμά πάει στο Μενίδι!
  Τον είδες με τα μάτια σου, Καράμπελα;

  Με τα μάτια μου, Μεμέτ Αγίνα! Λίγο πιο πέρα απ’ του Αγά τη βρύση, βάρεσε τ’ άλογο και τράβηξε….
 Καλά… Μπραϊμη, ε Μπραϊμη! Τρέχα στο κάστρο να πεις του αφέντη σου να ‘ρθει κάτω! Ειν’ ανάγκη, να του πεις! Είπε του παλιάραπα, του δούλου.
 Όχι,
 είπε ο Καράμπελας πρόθυμος, άφησε, κυρά, να πάω μόνος μου… Το ξέρω, δε θα μπω στο κάστρο, μα θα βρω εγώ τρόπο να του παραγγείλω. Έχω φίλο τον Αχμετάκο, τον κουτσό, που φυλάει την πόρτα του κάστρου. Ύστερα… θέλω και το μπαχτσίσι μου! Τρέχω και θα γυρίσω! Να μου ‘ χεις τίποτε για γιόμα, κυρα-Μεμετίνα!
 Ωχ, και σε λίγο πλακώσανε Τούρκοι στα σπίτια μας, παιδάκι μου, με τον ίδιο το ζαμπίτη κεφαλή τους.
 Τι γυρεύετε, Τατάραγα; Ρώτησε ο πατέρας σου. Δεν έχω σπίτι μου κρυμμένο τίποτα. Κλέφτη γυρεύετε ή φονιά; Είμαστε άξιοι εμείς να προστατέψουμε κακούς ανθρώπους; Δε μας ξέρεις;
 Πού είναι ο γιος σου;
 Ποιος από τους γιους μου; Γυρεύεις τον Κωστάκη;
 Ναι, το γιο σου τον Κωστάκη.
 Μπά Χριστός…, είπα γω, παιδάκι μου και κιτρίνισα, που, χωρίς να θέλω, μελέτησα έτσι του Χριστού μας τα’ όνομα, μπροστά στον Τούρκο. Τώρα ήτανε δω το παιδί. Κάπου στη γειτονιά θα παίζει… Τρέξαμε και τον βρήκαμε. Τονε φέραμε τον αδερφό σου στον Τατάραγα. Τρεμούλιαζε η καρδιά μας, καθώς το στήσαμε μποστά του το παιδί. Μα κείνο, αθώο, κοίταζε με χαμόγελο, το βλοημένο, τον Τατάραγα. Κρύωσε ο ζαμπίτης, παιδάκι μου. Για να σκεπάσει τη φούρκα του, έδωσε ένα χαστούκι στο παιδί κι έφυγε βρίζοντας τον Καράμπελα.
 Ευχαριστώ, Τατάραγα, για την προσβολή που κάνεις στο παιδί μου! είπε ο πατέρας σου.
 Έσκυψε το κεφάλι του και πάει στην οργή!

Σε λίγο έφτασε ο γερο-Θωμάς. Ήταν πολύ χλωμός κι ανήσυχος. Άμα όμως είδε το παιδί, ξαλάφρωσε από τη λαχτάρα που τον έπνιγε. Πήρε βαθιά αναπνοή κι είπε μ’ αλαφρή τρεμούλα στη φωνή του:
Ήρθες, παιδί μου; Πάμε μέσα…
Περάσανε στον πιο βαθύν οντά, που δεν είχε εκεί παράθυρο.
 Λέγε, τώρα, γλήγορα… Τι απόκριση μας φέρνεις;
 Τις εικοσιέξι του μηνός (Απριλίου) να τους καρτερούμε. Θα μπούνε από τα τείχια, ανάμεσα πόρτα Αγι-Αποστόλων και της Μπουμπουνίστρας. Ξημερώματα, είπανε, σιτάρι- κριθάρι, όσο μονάχα να ξεχωρίζεται…
 Καλά, παιδί μου, σιτάρι- κριθάρι… τρέχα τώρα όξω, να φανείς, να παίξεις με τα’ άλλα παιδιά. Και σε κανέναν τίποτα να μη μιλήσεις! Αγκαλά, δεν είν’ ανάγκη αυτό να σου το πω. Το ξέρεις μοναχός σου…
 Καλά, παππού!
 Είπε το παιδί χαρούμενο κι έτρεξε στα παιγνίδια του.


Σε λίγες μέρες οι χωριάτες πατούσαν την Αθήνα, ξαφνικά, κι αδερφωμένοι με τους πολίτες, κλείνανε τους Τούρκους στην Ακρόπολη.


Απρίλης 1920