Του Γεωργίου Ντόλκερα

Πρωί πρωί φτάνει στον ελατιά ο Ραχουλιώτης υλοτόμος. Δένει το μουλάρι του εκεί, πιο πέρα. Κόβει ύστερα τέσσερα πέντε φύλλα δέντρου ή καστανιάς και τα στουπώνει στην κοιλότητα του κύπρου του μουλαριού, για να μην ηχεί και είναι δυνατός ο προσδιορισμός της θέσης του από τυχόνβ διερχόμενο από τη περιοχή δασικό. Επισκοπεί με το βλέμμα του τα απειράριθμα έλατα εκεί γύρω και επιλέγει το κατάλληλο που πρόκειται να κόψει. Πλησιάζει, προσδιορίζει την κλίση του και, με την κατάλληλη τομή, που θα κάμει στο δέντρο με το τσεκούρι του, επιλέγει και ο ίδιος, κατά το δυνατόν, την κατεύθυνση πτώσης (για να διευκολύνεται στο πελέκημα), την οποία και προσπαθεί να επιτύχει και την τελευταία στιγμή, ωθώντας το δέντρο με το τσεκούρι του, ένα ενάμισο μέτρο, πάνω από την τομή, προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Το βλέμμα του το έχει, τις κρίσιμες αυτές στιγμές, στραμμένο προς την κορυφή του δέντρου και μόλις αυτό αρχίσει να γέρνει, προλαβαίνει με ένα πήδημα να προφυλαχτεί στο πίσω μέρος του πρέμνου, από την αντίθετη κατεύθυνση.
Απαραίτητη για το εύκολο και καλό πελέκημα η βαριά και καλά τροχισμένη λειάτα. Χρειάζεται ακόμα ο υλοτόμος να έχει ικανή σωματική δύναμη, στιβαρά και σταθερά χέρια και εξασκημένη παρατηρητικότητα, έτσι ώστε το πελέκημα του ξύλου, καθώς προχωρεί, να σχηματίζει λεία και επίπεδη επιφάνεια.

Ένας τέτοιος άριστος τεχνίτης υλοτόμος, ο καλύτερος του χωριού, ήταν, τα χρόνια εκείνα, ο Γιάννης Β, Θεάκος. Και ο πιο σβέλτος, ο νουνός μου Βαγγέλης Ξυδιάς, ο οποίος, ώσπου να πελεκήσει ο διπλανός του ένα δυο πεντάρια, εκείνος είχε έτοιμο όλο το φορτίο. Ένας άλλος χαρακτηριστικός τύπος υλοτόμου, σπάνιος βέβαια και ίσως μοναδικός στο είδος του, ήταν ο σκιαζούρης.  Αυτός γνώριζε, όπως και όλοι οι άλλοι,ότι η υλοτομία ήταν παράνομη και, καθώς ο ήχος κάθε τσεκουριάς παράγει πολλαπλό αντίλαλο, κυριεύεται από συναισθήματα πανικού και φόβου που του πνίγουν την ψυχή. Στέκεται κάθε τόσο και αφουγκράζεται. Έχει ψευδαισθήσεις. Παντού βλέπει ή ακούει δασικούς που τον καλούν να παραδοθεί. Υποφέρει. Περνάει πραγματικό μαρτύριο.

Η μεταφορά της ξυλείας ήταν προβληματική. Δύσκολο να κατέβει υποζύγιο με ένα τόσο βαρύ και ανοικονόμητο φορτίο από μονοπάτια και κατηφοριές, με κλίση σε πολλά σημεία μέχρι και 50%. Ιδιαίτερα δύσκολο και επικίνδυνο ήταν το πέρασμα από κατηφοριές και σάρες, από τις οποίες διέρχεται στενός δρόμος  με στροφές απότομες, όταν το ζώο ήταν φορτωμένο με μαδέρια. Μερικά μουλάρια, άξια και έμπειρα, σωστά παλικάρια, ικανά να φυλάξουν οικογένειες τη δύσκολη εκείνη εποχή, προχωρούν στα δύσβατα σημεία προσεχτικά και με αυτοπεποίθηση, μόνα τους και εντελώς ανεπιτήρητα και, μόλις ακουμπήσουν τα μαδέρια σε κάποιο εμπόδιο, οπισθοχωρούν λιγο και παίρνουν ύστερα τη στροφή απαλά, χωρίς να υπάρξει πρόβλημα.

Ο πατέρας μου εκείνο το καλοκαίρι φυλαγόταν από κουραστικές εργασίες. Βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της ανάρρωσης από βαριάς μορφής πνευμονία. Γι’ αυτό και με έπαιρνε μαζί του – ήμουν μόλις  15 χρονών – όταν πήγαινε στο δάσος, να τον βοηθώ.
Ξεκινήσαμε από το Παλιοζωγλόπι εκείνο το πρωινό του Αυγούστου. Σε λιγότερο από μια ώρα φτάνουμε στην Κορομηλιά, όπου και αρχίζει το πυκνό ελατόδασος της περιοχής. Δένει ο πατέρας μου το άλογο σε ένα φτερούσι εκεί κοντά και, στη συνέχεια, ύστερα από σύντομη επισκόπηση, επιλέγει το ένα από τα δύο έλατα, που θα κόβαμε. Με δέκα δεκαπέντε τσεκουριές  το δέντρο πέφτει. Και ο πατέρας μου, όπως συνήθιζε, πιάνει με τα δυο του χέρια μια πλάκα και την τοποθετεί στην τομή του πρέμνου του έλατου. Μετράει ύστερα με το στυλιάρι του τσεκουριού, το μήκος του, κόβουμε την κορυφή, και το ετοιμάζουμε για πελέκημα. 

Επειδή εγώ ήμουν άπειρος και εντελώς αμαθής, για να μην ξεφύγω από την ευθεία κατά το πελέκημα, «ραμματίζουμε» τον κορμό του έλατου με ένα σπάγκο που εμβαπτίσαμε σε διάλυμα καρβουνόσκονης. Η λειάτα,ωστα αδύναμα ακόμη παιδικά μου χέρια, ήταν βαριά και ασήκωτη. Ο πατέρας μου, καθισμένος εκεί πιο πάνω, με κατηύθυνε και με διάταζε συνεχώς: «Πάρ’το λίγο από το κάτω μέρος, παρ’ το κι άλλο στη μέση…».
Τα φρέσκα πελεκούδια ευωδιάζουν. Η κίσσα εκεί πιο πέρα βγάζει διαπεραστικές κραυγές και η τσιγκλιτάρα σκαρφαλωμένη σε παρακείμενο δέντρο, βυθίζει στο φλοιό το ράμφος της, για να ανεύρει κάποιο έντομο. Όλο και καμιά βερβέρα θα εμφανιστεί για να επιδείξει τις ασυναγώνιστες ικανότητές της στα τεράστια άλματα από κλωνάρι σε κλωνάρι και από έλατο σε έλατο. Ένα κουκάλογο κατεβαίνει από τη Δρακότρυπα, ζυγίζεται στο κενό, σε μεγάλο ύψος, πάνω από τη ρεματιά της Τούρλας, κι ύστερα πετάει και χάνεται πέρα μακριά προς του Καντή.
ΟΡαχουλιώτης είναι δεμένος με το δάσος. Ο αδυσώπητος αγώνας για επιβίωση τον ανάγκαζε τη δύσκολη εκείνη περίοδο να ασχολείται με αυτού του είδους την παράνομη υλοτομία. Με πόνο ψυχής έκοβε τα ελάτια  και κυριευόταν από σύγκρυο, όταν τα έβλεπε να σωριάζονται κάτω. Ήταν συγκρατημένος και λογικός. Γι’ αυτό και το δάσος μας, παρά την παράνομη επί ολόκληρες δεκαετίες υλοτομία του, δεν έπαθε ανεπανόρθωτη καταστροφή.-

[ Από το βιβλίο « Η ΡΑΧΟΥΛΑ» σελ. 492-495]