Δυτικά του χωριού είναι το ποτάμι, μισής ώρας απότομη κατηφοριά.
Ύστερα αρχίζει πιο απότομη ανηφόρα και, ώσπου να φτάσεις στη στάνη του Μάρκου, κατάραχα, στο Παλιοκόπρι, σου έβγαινε η ψυχή. Για το Μάρκο δεν ήταν πρόβλημα γιατί από μικρό παιδί καθημερινά έκανε αυτή τη διαδρομή. Άλλωστε, ήταν τόσο ελαφρύς και μικρόσωμος που ανέβαινε την ανηφόρα σαν κατσίκι.
Το πρόβλημα ήταν η φτώχεια. Τέσσερα αγόρια, δυο θυγατέρες, το σύνολο με το Μάρκο και τη γυναίκα του Μαρία οχτώ άτομα. Πώς να χορτάσουν έξι στόματα από τις σάρες που καλλιεργούσε ο Μάρκος γύρω από τη στάνη του και το φτωχικό μαξούλι του μικρού κοπαδιού του, που το αποδεκάτιζαν και οι λύκοι, γιατί το μαντρί του βρισκόταν σε λυκοπέρασμα, κάτω από τη ράχη του Μουρλή; Τους χειμερινούς κυρίως μήνες ο Μάρκος βρισκόταν καθημερινά σε πόλεμο με τους λύκους. Στην αρχή τους απομάκρυνε με ένα παλιοντούφεκο, αλλά φαίνεται πώς οι λύκοι είχαν αντιληφθεί ότι εκείνο ήταν μόνο για φοβέρα και αποθρασύνθηκαν. Μέρα μεσημέρι ορμούσαν στο κοπάδι, άρπαζαν τη γίδα από το λαιμό και την έσερναν σ’ ένα γούπατο, όπου την κατασπάραζαν.
Στην απελπισία του ο Μάρκος κατέφυγε στα λυκοσίδερα. Προμηθεύτηκε 3-4 λυκοσίδερα και κάθε βράδυ τα έστηνε στα περάσματα των λύκων. Το πρωί  επιθεωρούσε τις παγίδες του και δεν περνούσε βδομάδα να μη βρει παγιδευμένο λύκο. Στην αρχή τους σκότωνε επιτόπου. Ύστερα σκέφτηκε ότι μπορεί οι λύκοι να του δώσουν ψωμί για τη φαμελιά. Περνούσε στο λύκο χαλινάρι, τον εκπαίδευε όσο γινόταν μερικές μέρες με το καμουτσίκι, και κατέβαινε στα χωριά του κάμπου. Περιέφερε το λύκο στα σοκάκια και στις πλατείες, όπου έδινε και τη μικρή του παράσταση. Εκεί συγκεντρωνόταν όλο το χωριό, άνδρες, γυναίκες, παιδομάνι, να δουν το λύκο τον κακό που τους αποδεκάτιζε τα κοπάδια, να τον γιουχάρουν και να τον λιθοβολήσουν ακόμα, για να τους φύγει το άχτι.
Με τον καιρό ο Μάρκος έγινε πραγματικός θιασάρχης! Έπιανε το λύκο από τα αυτιά, τον καβαλίκευε και τον ανάγκαζε να κάνει βόλτες, τον ανάγκαζε με το καμουτσίκι να στέκεται όρθιος στα πίσω πόδια και τον ρωτούσε δήθεν: 
-θα ξαναφάς πρόβατα; Θα ξαναφάς γίδια; Δε θα ξαναφάς, απαντούσε ο ίδιος και το ακροατήριο ξεσπούσε σε ακράτητα γέλια.
Αφού τελείωνε η μικρή παράσταση, εμφανιζόταν το παιδί με το γάιδαρο για να εισπράξει το ρεγάλο. Έριχναν οι χωριάτες στο δισάκι, άλλος σιτάρι, άλλος καλαμπόκι, ό,τι είχε καθένας ευχαρίστηση για να ανταμείψουν το Μάρκο που τους απάλλαξε από το λύκο. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Μάρκος ξεχειμώνιαζε τη φαμελιά από ψωμί.
Ο Μάρκος, παρά το μικρό ανάστημά του, ήταν χειροδύναμος. Στα χέρια του συγκέντρωνε τεράστια δύναμη και αυτό το ήξεραν όλοι οι χωριανοί του και πρόσεχαν τις χειραψίες μαζί του για να προφυλάγουν τα δάχτυλά τους από το λιώσιμο! Στην πάλη, που ήταν τότε της μόδας μεταξύ των νέων ανδρών στην ύπαιθρο, κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Παρά ταύτα ο Μάρκος ήταν ταπεινός άνθρωπος, πάντα χαμογελαστός και ποτέ δεν περηφανεύτηκε για τις ικανότητές του.
Με την πάλη όμως ψωμί δεν έβγαινε και η φαμελιά πεινούσε. Έτσι αναγκάστηκε να περιέρχεται τα χωριά του κάμπου, στα οποία έγινε γνωστός για την ικανότητά του να «στρίβει», δηλαδή να ευνουχίζει χωρίς εγχείρηση μεγάλα ζώα, άλογα, ταύρους κ.ά.. Τα άλογα τα ευνούχιζαν για να τα τιθασεύουν και να γίνονται υπάκουα στη δουλειά, ενώ τους ταύρους που προορίζονταν για το σφαγείο, για να παχαίνουν. Εκείνο τον καιρό την τέχνη του ευνουχισμού την ασκούσαν πρακτικοί «κτηνίατροι» με τρόπο βάναυσο για τα ζώα. Το «εργαλείο» αποτελούνταν από δυο κυλινδρικά ξύλα, ως τριάντα εκατοστά μήκους, τοποθετημένα παράλληλα και δεμένα στις άκρες με ισχυρό σκοινί. Περνούσαν ανάμεσα στα ξύλα τα γεννητικά όργανα του ζώου, το οποίο εννοείται ότι ήταν δεμένο και από τα τέσσερα πόδια για να μη μετακινείται, και ο «ειδικός» έστριβε το σκοινί, ώσπου να κοπούν τα γεννητικά νεύρα των όρχεων. Η διαδικασία κρατούσε ως και μια ώρα και το ζώο σφάδαζε από τους πόνους και έβγαζε γοερές κραυγές και μουγκανητά.
Ο Μάρκος έκανε αυτή την επέμβαση με τη «λαπαροσκόπηση», ας πούμε, της εποχής! Έπιανε τα γεννητικά νεύρα του ζώου με τα δυο δάχτυλα (αντίχειρα και δείκτη) του δεξιού χεριού του, πίεζε δυνατά και το νεύρο αχρηστευόταν. Όλη η διαδικασία δεν κρατούσα περισσότερο από λίγα λεπτά. Οι ιδιοκτήτες των ζώων ήταν πολύ ευχαριστημένοι και πλήρωναν καλά. Ο Μάρκος έγινε γνωστός σε όλα τα γύρω καμποχώρια και μ’ αυτό τον τρόπο μπάλωνε τα ανύπαρκτα οικονομικά του.
Εκείνο που δεν κατόρθωσε ποτέ να τακτοποιήσει ήταν τα χρέη του προς την Εφορία. Ήταν μόνιμα χρεωμένος και μόνιμα κυνηγημένος από τον φοροεισπράκτορα και την αστυνομία.
 

Θα σου το ρίξω, Μάρκε!


Ένα δευτεριάτικο  πρωινό τ’ Απρίλη, οι χωριανοί άκουσαν ξαφνιασμένοι το παρατεταμένο χτύπημα  της καμπάνας του χωριού και ρωτούσαν ένας τον άλλο τι να συμβαίνει. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει με τη στεντόρεια φωνή του Φώτη, του κλητήρα της κοινότητας:
-Ακούουουστι, χουριανοί! Σήμιρα ήρθι ου εισπράχτορας. Όσοι χρωστάτι στο Δημόσιου, να ‘ρθείτι σι τρεις μέρις απού σήμιρα, να πληρώστι. Όσοι δε θα ‘ρθουν, θα τους πάρει η  αστυνουμία κι θα τους στείλει Κάτ’ σιδηρουδέσμιους!!! («Κάτ’» ήταν η Καρδίτσα»).
Ο τελάλης συνέχισε το έργο του από μαχαλά σε μαχαλά: Στα Ραφτέικα, στα Ζαϊρέικα, στα Θειακέικα, στα Κολλημενέικα… στο ίδιο πάντα μοτίβο:
-Ακούουουστι, χουριανοί………..
Άκουσαν όσοι είχαν χρήματα, πήγαν και πλήρωσαν. Άλλος πενήντα, άλλος εκατό δραχμές….Τ’ άκουσαν κι εκείνοι που δεν είχαν δεκάρα και πήραν τα βουνά.
Του Μάρκου ποτέ δεν του περίσσευε δεκάρα. Όταν το χρέος έγινε πενήντα δραχμές, ο εισπράχτορας τον ειδοποίησε να πληρώσει. Το ίδιο όταν το χρέος έγινε εκατό. Τώρα έφτασε στις διακόσιες δραχμές, ποσό δυσθεώρητο για τις δυνατότητες του Μάρκου! Αδύνατο να το εξοφλήσει.
Ο εισπράκτορας άπλωσε τα χαρτιά του πάνω στο τσίγκινο τραπεζάκι του καφενείου και δίπλα του κάθισαν ο χωροφύλακας, ο πρόεδρος και ο αγροφύλακας του χωριού. Το πρώτο όνομα που φώναξε ήταν του Μάρκου, μα απόκριση δεν πήρε. Ξαναφώναξε δεύτερη και τρίτη φορά.
-Μην κουράζεσαι, του είπαν, ο Μάρκος είναι απέναντι, μπροστά στο μαντρί του, στο Παλιοκόπρι.
-Πάρε το ένταλμα και πήγαινε να τον φέρεις εδώ, είπε ο εισπράκτορας στο χωροφύλακα, τον Ευτύχιο.
Βαρυγκόμησε ο Ευτύχιος, όταν αναμέτρησε την κατηφόρα ως το ποτάμι κι ύστερα τον απότομο ανήφορο που είχε να διανύσει, αλλά δεν είπε τίποτε. Ζώστηκε το γκρά του, έκαμε νόημα στον αγροφύλακα και δυο τους πήραν το δρόμο για του Μάρκου το μαντρί.
Ο Μάρκος καθόταν αμέριμνος έξω από την πόρτα της καλύβας, απολαμβάνοντας τον πρωινό ανοιξιάτικο ήλιο και από το παρατηρητήριό του παρακολουθούσε βήμα προς βήμα την πορεία των διωκτών του. Όταν εκείνοι, καταϊδρωμένοι και αγκομαχώντας από την απότομη ανηφόρα, έφτασαν στα εκατό μέτρα από το μαντρί, είδαν το Μάρκο να κάθεται  στην ίδια πάντα θέση και να τους παρατηρεί αμέριμνος.
-Δεν ξέρει τι τον περιμένει, είπε ο χωροφύλακας, ο Ευτύχης, και ο αγροφύλακας χαμογέλασε με ικανοποίηση, βέβαιος ότι τώρα τον είχαν στο χέρι το Μάρκο.
Όταν η συνοδεία έφτασε στα τριάντα μέτρα, ο Μάρκος σηκώθηκε αργά και μπήκε 
-Τώρα τον έχουμε σίγουρα, σαν το ποντίκι στη φάκα, είπε ο χωροφύλακας.   
Στάθηκαν σε απόσταση πέντε μέτρων από την πόρτα της καλύβας, κατέβασε ο Ευτύχιος το γκρά από την πλάτη και τον πρόταξε προς την είσοδο.
-Μάρκε, βγες έξω με το καλό. Έχω ένταλμα. Μέχρι το χωριό θα πάμε, στον εισπράκτορα και ίσως πάρεις κι άλλη προθεσμία.
Νεκρική σιγή επικράτησε για λίγα δευτερόλεπτα και ο χωροφύλακας επανέλαβε για δεύτερη και τρίτη φορά την πρόσκληση, χωρίς να πάρει απόκριση. Τέλος άρχισε τις απειλές:
-Θα σου το ρίξω, Μάρκε, βγες! είπε, και επανέλαβε τη φράση δεύτερη και τρίτη φορά, χωρίς αποτέλεσμα και πάλι. Έκαμε τότε νόημα στον αγροφύλακα, εκείνος όρμησε στην είσοδο της καλύβας και η μικρή ξύλινη πορτούλα πετάχτηκε πέρα. Μα η καλύβα ήταν άδεια. Μόνο το κοντοκάπι του Μάρκου ήταν κρεμασμένο σε μια διχάλα και ο τροβάς με το ξεροκόμματο της μέρας.
Απελπισμένοι για την απρόσμενη αποτυχία κι απορημένοι για τον τρόπο που δραπέτευσε ο Μάρκος μέσα από τα χέρια τους, βγήκαν από τη καλύβα και τότε άκουσαν τη φωνή του Μάρκου από τη απέναντι ραχούλα:
-Τι θέλετε, παιδιά; 
Γλύκανε τη φωνή ο Ευτύχιος και είπε σε τόνο φιλικό:
-Εδώ είσαι και σε γυρεύαμε; Έλα κάτω να πάμε μια βόλτα στο χωριό, που σε θέλει ο νωματάρχης.
– Πες στο νωματάρχη χαιρετίσματα, αλλά τώρα έχω δ’λειά, δε αδειάζου. Άλλη βολά, είπε ο Μάρκος με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο.
Μυστήριο παρέμεινε για πολλά χρόνια, πώς βγήκε ο Μάρκος από την καλύβα, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Το μυστικό το κρατούσε εφτασφράγιστο ως τα γεράματά του, που ούτε φροντίδες είχε πια, ούτε εισπράκτορες τον κυνηγούσαν. Τότε το εκμυστηρεύτηκε… 
Γνωρίζοντας ότι αργά ή γρήγορα οι χωροφύλακες θα τον αιφνιδίαζαν, αφού πάντα χρωστούσε, φρόντισε ν’ ανοίξει στο πίσω μέρος της καλύβας υπόγειο λαγούμι που οδηγούσε στο κοντινό δασάκι. Από εκεί έπαιρνε το μονοπάτι και έβγαινε στην απέναντι ράχη με ασφάλεια, ενώ οι διώκτες του ήταν απασχολημένοι να φυλάγουν την είσοδο της καλύβας. «Η πενία τέχνας κατεργάζεται!»
 

Του Λάμπρου Γριβέλλα