Στα παλιά χρόνια, στην τοποθεσία «Γιώτη» έβγαινε τα καλοκαίρια ένας κτηνοτρόφος με τα πρόβατά του. Λένε ότι ο τόπος ήταν δικός του, ήταν ευκατάστατος και ζούσε εκεί με τη γυναίκα του και την κόρη του Βασιλική, που τότε ήταν δεκαπέντε χρονών.
Κάθε πρωί (το γιόμα) που γύριζαν τα πρόβατα στου Γιώτη για στάλο και άρμεγμα, η Βασιλική πήγαινε και έπαιρνε φρέσκο νερό από την ομώνυμη βρύση, ως τριακόσια μέτρα μακριά από του Γιώτη. Μια μέρα πήγε να πάρει νερό και αργούσε να γυρίσει. Ο πατέρας και η μάνα της άρχισαν να ανησυχούν και να την ψάχνουν, αλλά δεν την εύρισκαν πουθενά. Μετά από μια ώρα περίπου, αφού είχαν γυρίσει στο κονάκι απογοητευμένοι, κατάλαβαν ότι η Βασιλική είχε απαχθεί από ληστές ή από τσοπάνηδες. Τότε από τη απέναντι ράχη άκουσαν μια φωνή, που έλεγε να μην ανησυχούν για την κόρη τους, ότι είναι καλά, αλλά για να την επιστρέψουν θέλουν πολλά λύτρα.
Ο πατέρας τους παρακάλεσε να μην πειράξουν τη κόρη του και θα προσπαθήσει να βρει τις λίρες που ζητούν, αλλά να του δώσουν μια μέρα προθεσμία, να πάει στο Ζωγλόπι για να δανειστεί από φίλους και συγγενείς του. Οι ληστές δεν δέχτηκαν την πρόταση, φοβούμενοι μήπως τους καταγγείλει και έρθουν ενισχύσεις. Τότε ο κτηνοτρόφος πρότεινε να τους δώσει 150 λίρες προκαταβολή ή να πάρουν τα πρόβατα και να επιστρέψουν το κορίτσι. Οι ληστές δεν δέχτηκαν και απάντησαν ότι εκείνοι δεν είναι ψιλικαντζήδες, όσον αφορά δε τα πρόβατα, αυτοί δεν τα χρειάζονται. Τέλος ο πατέρας έδωσε τις 150 λίρες ως εγγύηση και υποσχέθηκε να φέρει και τις υπόλοιπες, όταν του παραδώσουν το κορίτσι.
Και, ενώ ο κτηνοτρόφος αναχώρησε για τον Κάτω Μαχαλά, το απόγευμα έφτασαν στου Γιώτη αρκετοί κλέφτες (αρματολοί), προερχόμενοι από τον Ίταμο. Οι ληστές, όταν είδαν τους κλέφτες φοβήθηκαν και αποσύρθηκαν σε ένα πετρώδες μέρος, ως τετρακόσια μέτρα μακριά από τη βρύση, όπου είχαν δεμένη και φιμωμένη τη Βασιλική. Η μάνα του κοριτσιού όμως δεν άντεξε και είπε στους κλέφτες τι τους είχε συμβεί.
Οι κλέφτες ξαμολύθηκαν προς κάθε κατεύθυνση, καλώντας συγχρόνως τους ληστές να μην κάμουν κακό στο κορίτσι και δεν θα τους κυνηγήσουν. Εκείνοι όμως, θεωρώντας ότι προδόθηκαν από τον κτηνοτρόφο πατέρα, αφού μάλιστα είχαν πάρει ορισμένα λύτρα, φεύγοντας από το τσιογκανάκι, σκότωσαν τη Βασιλική. Όταν οι κλέφτες έφτασαν στο τσιογκανάκι και βρήκαν νεκρό το κορίτσι, κυνήγησαν τους ληστές και, αργά τη νύχτα τους εντόπισαν στη ρεματιά της Κρανιάς, κοντά στο Σαραντάπορο. Τους επιτέθηκαν και σκότωσαν τρεις από τους πέντε της συμμορίας. Φεύγοντας εσπευσμένα οι ληστές από τον τόπο του φονικού, εγκατέλειψαν εκεί τα πράγματά τους και τις λίρες των λύτρων, τις οποίες οι κλέφτες επέστρεψαν στον πατέρα του κοριτσιού. Τη βασιλική την έθαψαν εκεί στο τσιογκανάκι. Από τότε η βρύση ονομάστηκε «της Βασιλικής» και ο βράχος «Τσιογκανάκι της Βασιλικής» [1].

Παναγιώτης Κατσιούλας του Αγαμέμνονα
Υ.Γ. Αυτή την ιστορία μου τη διηγήθηκε ο παππούς μου Ευάγγελος Κατσιούλας, που και αυτού του την είπαν οι παππούδες του.

[1] Σ.Σ. Η ιστορία για « Της Βασιλικής τη βρύση» έχει και άλλη εκδοχή. Λέγεται δηλαδή ότι εκεί έκρυψαν την Ευδοκία (Δούκω) Αβέρωφ (Βασιλαρχόντισσα) οι ληστές Θυμιογάκης και Τακοβαγγέλης, όταν την απήγαγαν από το Μέτσοβο. Εκδοχή που δημοσιεύτηκε στα «Ζ.Χ.» από το μακαρίτη Λάμπρο Παν. Ζαχαρή. Βλέπε και Λάμπρου Γριβέλλα: « Τον καιρό της ληστοκρατίας». Καρδίτσα, Ιαν. 2005.
Οι αναφερόμενοι από το συγγραφέα ως κλέφτες ήταν οι διορισμένοι αρματολοί που στα καθήκοντά τους ήταν και η πάταξη της ληστείας.