Η Ραχούλα ευρισκόμενη, τουλάχιστο προπολεμικά, στην προβιομηχανική εποχή, είχε και τα ανήσυχα πνεύματα, τους ανθρώπους που δεν αρκούνταν στα παραδοσιακά εργαλεία και τις μεθόδους εργασίας και προσπαθούσαν να ανακαλύπτουν κάτι νεότερο, που θα διευκόλυνε την εργασία τους. Τέτοιοι άνθρωποι υπήρχαν αρκετοί και εφεύραν αξιόλογα εργαλεία ή βελτίωσαν τις παλαιές εγκαταστάσεις τους, μόνο που, οι πενιχρές γραμματικές γνώσεις τους, η φτώχεια και ίσως η άγνοια, δεν τους επέτρεψαν να προωθήσουν τις εφευρέσεις τους πιο πέρα από το εργαστήριό τους ή τον περίγυρο του χωριού τους. Την εποχή αυτή οι όποιες «βιομηχανικές» επιδόσεις των Ραχουλιωτών περιορίζονταν κυρίως στους νερόμυλους και στα μαντάνια.

Τα μαντάνια

Οι Ντιναίοι. Ο αρχαιότερος των Ντιναίων που θυμόμαστε είναι ο Βησσάρης Ντίνος, που ασχολήθηκε συστηματικά με τα μαντάνια. Δύο περίπου χιλιόμετρα πάνω από τα τελευταία σπίτια του χωριού, κάτω στο ποτάμι, υπήρχε μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες « το μαντάνι του Βησσάρη». Το μαντάνι διέθετε και μεγάλη νεροτριβή (υδροτριβείο), στην οποία, πολλές από τις νοικοκυρές του χωριού, παραμονές του που Πάσχα συνήθως, μετέφεραν τα μάλλινα στρωσίδια και τις βελέντζες για να καθαρίσουν. Το μαντάνι είχε δουλειά τους περισσότερους μήνες του χρόνου, όταν το ποτάμι είχε αρκετό νερό. Το Βησσάρη τον διαδέχτηκαν οι δυο γιοι του, ο Κώστας και ο Μήτρος, που συνέχισαν τη δουλειά με τον ίδιο ζήλο.

Όπως μας πληροφόρησε ο εγγονός του Γιώργος, ο Βησσάρης κληρονόμησε το μαντάνι από τον πατέρα του Μήτρο, που ήταν βλάχος από τα χωριά του Ασπροπόταμου. Στη συνείδηση όμως των χωριανών έμεινε ως «μαντάνι του Βησσάρη» και έτσι ονομάζεται και σήμερα ο χώρος, παρ’ ότι από το μαντάνι απόμεινε μόνο ένας σωρός από πέτρες.

Ο μεγαλύτερος γιος του Βησσάρη, ο Κώστας, εκτός από το μαντάνι, ασκούσε και την τέχνη του ωρολογοποιού ερασιτεχνικά. Επισκεύαζε τα ρολόγια τσέπης (τέτοια μόνο υπήρχαν στον καιρό του) και τα ξυπνητήρια των χωριανών, που κι αυτά ήταν λιγοστά.

Είναι κρίμα που το μαντάνι αφέθηκε στην τύχη του και οδηγήθηκε στην κατάρρευση. Αν οι ιδιοκτήτες, για οικονομικούς λόγους, αδυνατούσαν να το συντηρήσουν, έπρεπε να αναλάβει το έργο αυτό η κοινότητα ή άλλος φορέας, διότι τα εργαστήρια αυτά αποτελούν σημεία αναφοράς και τουριστικά αξιοθέατα κάθε τόπου, κάθε χωριού.

Το μαντάνι του Βλάχου. Άλλο γνωστό μαντάνι στην περιοχή του χωριού ήταν «το μαντάνι Βλάχου», όπως το αποκαλούσαν οι χωριανοί, και βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι η βρύση «Βουλωμένη». Το μαντάνι ήταν ιδιοκτησία κάποιου Ζάχου, που ήταν βλάχος από τη Δέση του Ασπροπόταμου, και λειτουργούσε με το νεραύλακο που περνάει και σήμερα από την ίδια θέση. Το κτίριο κατεδαφίστηκε περί το 1950, αν δεν απατώμαι. Δεν είναι γνωστό ποιο από τα δυο μαντάνια προηγήθηκε, εκείνο όμως που είναι βέβαιο, είναι ότι το « μαντάνι του Βλάχου» τους θερινούς μήνες διέκοπτε τη λειτουργία του, ελλείψει νερού.

Οι νερόμυλοι (υδρόμυλοι)

Για τους νερόμυλους έχουν γραφεί πολλά και επομένως θα περιοριστούμε σε μια σύντομη αναφορά. Την εποχή που αναφερόμαστε, είτε επειδή έπεφταν περισσότερες βροχές, είτε διότι το νερό δεν αντλούνταν καθ’ οδόν για αρδεύσεις, το ποτάμι είχε αρκετό νερό, ακόμη και τους θερινούς μήνες. Έτσι, κατά μήκος του ποταμού, υπήρχαν αρκετοί νερόμυλοι, οι πιο γνωστοί από τους οποίους είναι: Ο μύλος του Καραντάκη, στην κεφαλή του χωριού, ο μύλος του Καραγιάννη, πιο κάτω ο μύλος του Ρεντίνα και πιο κάτω ο μύλος του Κωστάκου. Ίσως να υπήρχαν και άλλοι παλαιότεροι, που δεν τους γνωρίζουμε. Οι μύλοι αυτοί εξυπηρετούσαν όχι μόνο τους Ζωγλοπίτες, αλλά και πολλά πεδινά χωριά. Η κατασκευή και η συντήρηση των μύλων γίνονταν από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες, που είχαν αποκτήσει σχετική εμπειρία.

Οι εφευρέτες

Γιώργος Ζάχος. Ο Γιώργος Ζάχος ήταν πολυτεχνίτης και εφευρέτης, ενώ είχε και καλλιτεχνικές τάσεις. Σκάλιζε στο ξύλο και ένα δείγμα της καλλιτεχνικής δουλειάς του είναι το περιστέρι που κοσμεί τον άμβωνα της Ζωοδόχου Πηγής στη Ραχούλα. Κάποτε είχε κατασκευάσει και ένα βιολί, καθώς και γραμμόφωνο με ξύλινα όλα τα εξαρτήματα, που έπαιζε κανονικά! Διετέλεσε πολλά χρόνια εκκλησιαστικός επίτροπος και καταπιανόταν με όλες τις δουλειές που απαιτούσαν καλλιτεχνικό αισθητήριο. Επί αρκετά χρόνια λειτούργησε το μύλο του Καραντάκη, δίπλα στον οποίο κατασκεύασε μαντάνι και καταρράκτη(πριόνι που σχίζει κούτσουρα), τα οποία λειτουργούσαν με τη δύναμη της υδατόπτωσης. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε μια φωτογραφία του.

Παναγιώτης Ρίζος. Ο Παναγιώτης ήταν ανήσυχο πνεύμα και γεννημένος εφευρέτης. Στο χωριό ήτα γείτονάς μου και, αφ’ ότου άρχισα να βαδίζω, τρύπωνα στο εργαστήριό του και περιφερόμουν ανάμεσα στις αμέτρητες κατασκευές του για να ικανοποιώ την παιδική περιέργειά μου. Μαζί με τον πατέρα του Μήτρο εργαζόταν εκεί όλο το χειμώνα κατασκευάζοντας το ένα και το άλλο, όλα σε ξύλο. Από τις κατασκευές του με είχε εντυπωσιάσει ένας πρωτότυπος αργαλειός, με πολλά εξαρτήματα, ολόκληρο υφαντήριο, δικής του έμπνευσης. Πατούσες ένα πεδάλι και κινούνταν όλα τα εξαρτήματα, το ένα μετά το άλλο, προς μεγάλη δική μου χαρά ( δεν θα ήμουν μεγαλύτερος από 5-6 ετών). Αργότερα κατασκεύασε ένα ωραίο βιολί, που το δανειζόμουν, όταν ήμουν σπουδαστής της Ακαδημίας, και άρχισα να κουτσομαθαίνω.

Η εφεύρεση όμως που τον έκαμε γνωστό ήταν η χορτοδετική μηχανή. Οι χορτοδετικές μηχανές που υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του1950 λειτουργούσαν με την ανθρώπινη δύναμη (μανέλα), κινούνταν με ρόδες και ρυμουλκούνταν από τρακτέρ ή κάρρα στον κάμπο, ενώ στα ορεινά ήταν αδύνατο να μετακινηθούν στους αγρούς. Οι ορεινοί χρησιμοποιούσαν ένα ορθογώνιο ξύλινο καλούπι, λυόμενο, σε σχήμα χορτόμπαλλας και πατούσαν το χόρτο και το άχυρο με τα πόδια. Οι μπάλες εκείνες όμως ήταν πολύ ελαφριές και έπιαναν μεγάλο χώρο στον αχυρώνα.

Η μηχανή του Παναγιώτη ήτα εφάμιλλη με τις κανονικές χορτοδετικές, ήταν όμως πολύ ελαφρότερη, διότι αντί για τα πολύπλοκα και βαριά γρανάζια, εκείνη είχε ελαφρά έμβολα και επιπλέον είχε το πλεονέκτημα να λύνεται και να φορτώνεται σε μουλάρι. Δεν γνωρίζω, αν κατοχύρωσε την εφεύρεσή του και, αν την εκμεταλλεύτηκε οικονομικά, για τους ορεινούς αγρότες όμως υπήρξε σωτήρια!

Οι καλλιτέχνες

Νίκος Γκορτσάς. Ο Νίκος ήταν λαϊκός καλλιτέχνης στην επεξεργασία το ξύλου. Σκάλιζε με έμπνευση και πρωτοτυπία γκλίτσες, φλογέρες, σφραγιστήρια, κλειδοπινάκια, βουτσέλες και άλλα ξύλινα είδη, που κατασκεύαζε ο ίδιος και πουλούσε στα παζάρια. Δείγμα της δουλειάς του φιλοξένησαν τα « Ζωγλοπίτικα Χρονικά» στο 22ο φύλλο τους (Φεβρουάριος 1998). Πρέπει να προσθέσουμε ότι στην καλλιτεχνική επεξεργασία του ξύλου είχαν επιδόσεις και άλλοι συγχωριανοί μας, κυρίως κτηνοτρόφοι, όπως οι Μπελλαίοι, οι Τσιουκαίοι, οι Γκορτσαίοι, οι Κελεπουραίοι, οι Κορκοντζελαίοι κ.ά., αλλά ο Νίκος ήταν ο αντιπροσωπευτικότερος.

Θωμάς Κατσιούλας. Ο Θωμάς Κατσιούλας ήταν αυτοδίδακτος ζωγράφος. Το πηγαίο ταλέντο του άρχισε να εκδηλώνεται από την παιδική του ηλικία. Ζωγράφιζε περιστασιακά, κυρίως τοπία, σκηνές από την καθημερινή ζωή, αλλά και συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, που τα έζησε στη Ραχούλα, ως συνταξιούχος (ήταν λιμενικός), έγινε μέλος του Εικαστικού Ομίλου Καρδίτσας και έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Έργα του βρίσκονται στην κατοχή των παιδιών του και άλλων συγγενικών και φιλικών του προσώπων. Δείγματα της ζωγραφικής του παρουσίασαν τα «Ζ.Χ.» στο 21ο φύλλο τους (Δεκέμβρης 1997).

Ηλίας Νάκας. Ο Ηλίας είχε ταλέντο στη ζωγραφική, η άστατη όμως και περιπετειώδης ζωή του δεν του επέτρεψαν να το καλλιεργήσει. Δε γνωρίζω, αν υπάρχουν κάποια έργα του.

Βασίλης Απ. Τσιμάκης. Ο Βασίλης, σε αρκετά μεγάλη ηλικία, όταν πλέον είχε απαλλαγεί από τις οικογενειακές υποχρεώσεις, επιδόθηκε με επιτυχία στην ξυλογλυπτική. Κατασκεύαζε και διακοσμούσε με πρωτότυπα σχέδια κόφες, κλειδοπίνακα, ανθοδοχεία, είδη εστίασης κ.ά., τα οποία συνήθως δώριζε σε φίλους του. Έργα του παρουσιάστηκαν από τα «Ζ.Χ.» στο 20ο φύλλο τους (Οκτώβρης 1997).

Αναστάσιος Ντόλκερας. Σε καιρούς που το θέαμα σπάνιζε στην ύπαιθρο, ο μπαρμπα-Τάσιος έδινε στο χωριό παραστάσεις Καραγκιόζη με μεγάλη επιτυχία. Οι πληροφορίες που έχουμε λένε ότι κατασκεύαζε ο ίδιος τις φιγούρες και ακόμη ότι στα κείμενα πρόσθετε και δικές επιτυχημένες ατάκες.

Ραχουλιώτες οργανοπαίχτες

Γιώργος Ράπτης (Ραφτογάκιας). Ο Γιώργος Ράπτης είναι ο πατέρας του Στέφου και διέμενε στον οικισμό Ραφτέικα. Προπολεμικά και ιδίως στο μεσοπόλεμο (1922-1940) έπαιζε κλαρίνο στα μαγαζιά του χωριού, όπου γίνονταν τρικούβερτα γλέντια.

Βαγγέλης Θεάκος. Ο γνωστός στους παλαιότερους μπάρμπα-Βαγγέλης έπαιζε την ίδια εποχή βιολί. Συνέχισε να παίζει και μετά τον πόλεμο τη «μελισσούλα», όπως αποκαλούσε το βιολάκι του.

Αποστόλης Γκορτσάς. Βιολί έπαιζε και ο Αποστόλης Γκορτσάς (Θέος), αλλά και εξαίρετη φλογέρα, στα νιάτα του, στο Παλιοζωγλόπι και στο Πολύκοινο, όπου είχε το κοπάδι του. Γνώριζε όλα τα έθιμα του χωριού και κυρίως εκείνα που αναφέρονται στους γάμους. Όταν μετέφεραν τα προικιά της νύφης, ο Αποστόλης προπορεύονταν τραγουδώντας και …γνέθοντας τη ρόκα!

Μήτρος Κωτσιαρίδης. Ο μπαρμπα-Μήτρος έμεινε γνωστός για τη φλογέρα του. Όπου πήγαινε, είχε πάντα μαζί και τη φλογέρα του, μπηγμένη στη ζώνη, και έπαιζε σε κάθε περίσταση. Τις επίσημες μέρες μάλιστα ντυνόταν ανάλογα, με τσόχινη κιλότα, τσαρούχια με φούντες κλπ.

Υπήρχαν και άλλοι χωριανοί που έπαιζαν καλή φλογέρα, όπως ο Τάσιος Κολλημένος (πέθανε νέος), ο Νίκος Γκορτσάς, ο Λάμπρος Τσιούκης και από τους νεότερους ο Νίκος Καραγιάννης, ο Θωμάς Μπέλλος, ο Γιώργος Κουμπούρας κ.ά., που, αν μου το θυμίσουν, θα τους περιλάβω σε άλλο σημείωμα.

Οι φλογέρες που χρησιμοποιούσαν οι Ραχουλιώτες ήταν κατασκευασμένες από επιλεγμένο ξύλο, κυρίως κόκκινης κουμαριάς (ντζαμάρες) και τις κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Ήταν από τις πιο γλυκόλαλες του είδους. Ήταν μεγάλη απόλαυση, όταν άκουγες τα καλοκαίρια στον Πέρα Μαχαλά να παίζει ο βοσκός τη γλυκόλαλη φλογέρα στο σκάρο, μετά τα μεσάνυχτα, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά, με τη συνοδεία των κυπροκούδουνων και το ρυθμικό τρι-τρι του γρύλου. Ανεπανάληπτες εποχές που πέρασαν στην ιστορία και, οι φλογέρες και τα κυπροκούδουνα, έγιναν πλέον μουσειακά είδη.

Τα έργα, τα εργαλεία και τα μουσικά όργανα όλων των παραπάνω και αρκετών ακόμη συγχωριανών που δεν έχουμε ανακαλύψει, έτσι όπως είναι διασκορπισμένα τήδε κακείσε, είναι μοιραίο να παραδοθούν στη φθορά. Για να διασωθούν, επιβάλλεται να ιδρυθεί στο χωριό Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο θα τα στεγάσει και αυτά και όσα έργα λαϊκής τέχνης είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν. Η ωφέλεια θα είναι διπλή. Αφ’ ενός θα διασωθεί η καλλιτεχνική κληρονομιά μας και αφ’ ετέρου το Μουσείο θα αποτελέσει πόλο έλξης επισκεπτών στο χωριό. Το πρώτο βήμα είναι η εξεύρεση του κατάλληλου χώρου, και, ως τέτοιος προσφέρεται η τρίτη αίθουσα του δημοτικού μας σχολείου, η οποία, εκ των πραγμάτων, θα παραμένει μονίμως αχρησιμοποίητη. Η πρωτοβουλία ανήκει στην τοπική αυτοδιοίκηση και σε κάθε τέτοια ενέργειά της θα μας βρει ένθερμους συμπαραστάτες.

του Λάμπρου Γριβέλλα