Ο ζωγράφος Δημήτρης Γιολδάσης είναι από τους καλλιτέχνες που τιμούν την Καρδίτσα και γενικότερα την Ελλάδα με το έργο τους, αλλά και με την αντιστασιακή δράση τους την περίοδο της κατοχής (1941-1944). Επί μεγάλο χρονικό διάστημα κατά την κατοχή έζησε στη Ραχούλα, όπου ασχολήθηκε με την έκδοση του αντιστασιακού τύπου. Αργότερα , το Εικόνα 11947-48, όταν φοιτούσα στο γυμνάσιο, ήταν καθηγητής μου στα καλλιτεχνικά μαθήματα, αλλά, στη δίνη του εμφύλιου, απολύθηκε από την υπηρεσία, ως αριστερός. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, δεν επιχείρησε να επανέλθει στη δημόσια εκπαίδευση και αφοσιώθηκε, ως το τέλος της ζωής του , με τη ζωγραφική. Από το 1970, που υπηρετούσα ως δάσκαλος σε σχολεία της Καρδίτσας, τον συνάντησα πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν του έκαμα λόγο για τις παλιές μέρες της Ραχούλας και το περιστατικό που περιγράφω παρακάτω:

Το καλοκαίρι του 1943 όλες οι αντιστασιακές εφημερίδες – και δεν ήταν λίγες – με εντολή του Καραγιώργη, μεταφέρθηκαν στα βουνά των Αγράφων για περισσότερη ασφάλεια. Την ίδια εποχή η καρδιτσιώτικη εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ» μεταφέρθηκε στη Ραχούλα. 
Μικρό παιδί τότε 8-9 ετών , διατηρώ ολοζώντανη στη μνήμη μου τη διαδικασία έκδοσης της εφημερίδας, στην οποία ο Γιολδάσης εκείνη την εποχή ήταν αρθρογράφος, στοιχειοθέτης, σκιτσογράφος και … εργάτης τυπογραφείου (ρόδα). Το πιεστήριο ήταν εγκατεστημένο στο ισόγειο του σπιτιού του Κορδάτου – τώρα Φραγκάκη- προς το μέρος της πλατείας. Ο Γιολδάσης τοποθετούσε τα τυπογραφικά στοιχεία με υπομονή στην πλάκα, ώσπου σχημάτιζε ολόκληρη σελίδα μικρού σχήματος, περίπου σαν τα σημερινά ταμπλόϊντ. Τύπωνε τη πρώτη σελίδα σε όλα τα φύλλα, γυρίζοντας ο ίδιος τη ρόδα, και, με την ίδια διαδικασία, σχημάτιζε και τύπωνε τη δεύτερη σελίδα, γιατί η εφημερίδα ήταν δισέλιδη. Μικρά παιδιά και αρκετοί περίεργοι μπερδευόμασταν στα πόδια του κι εκείνος χαμογελαστός μας άφηνε να βλέπουμε και μας εξηγούσε το καθετί.
Μια από εκείνες τις μέρες ο πατέρας μου τον κάλεσε σε γεύμα στο σπίτι μας. Η μάνα μου ετοίμασε ό,τι καλύτερο είχε εκείνη την εποχή: βραστή κότα, χορτόπιτα και φρούτα εποχής, που είχαμε σε αφθονία. Εμείς οι μικροί, με αυστηρή εντολή της μάνας μας, είχαμε καθίσει στην άκρη του κρεβατιού, κοιτάζαμε τις λιχουδιές και ξερογλειφόμασταν, αλλά μας παρηγορoύσε η αισιόδοξη σκέψη πως, δε μπορούσε να τα φάει όλα εκείνα, κάτι θα περίσσευε και για μας!
Ο Γιολδάσης εκείνο το αυγουστιάτικο μεσημέρι έφαγε μόνο ένα μαύρο σταφύλι. Έκδηλα στενοχωρημένος ο πατέρας, αν και γνώριζε ότι ήταν χορτοφάγος, τον παρακαλούσε να τσιμπήσει κάτι τελοσπάντων από το πλούσιο τραπέζι. Εκείνος έδειχνε ανένδοτος:
– Αυτό είναι το γεύμα μου, είπε, και σηκώθηκε από το τραπέζι.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να γράψω πως η κότα, η πίτα και τα φρούτα δεν έμειναν σε …παράπονο. Ώσπου να επιστρέψουν οι γονείς, που ξέβγαλαν τον επισκέπτη ως την εξώπορτα, από την κότα δεν έμεινε ούτε κοκαλάκι!
Το φθινόπωρο του 1943, όταν οι Γερμανοί έκαναν επιχειρήσεις στη Νευρόπολη, δόθηκε εντολή να μετακινηθεί αμέσως το τυπογραφείο της Ραχούλας προς τα ορεινά για να μην το ανακαλύψουν οι κατακτητές. Αν συνέβαινε αυτό, εκτός από την καταστροφή του τυπογραφείου, θα είχε σοβαρές συνέπειες και το χωριό. Μετέφεραν τότε όλα τα κινητά μέρη του τυπογραφείου και τα έκρυψαν στο δάσος της Τούρλας, στην περιοχή του Ιτάμου. Απόμεινε όμως η βαριά μεταλλική βάση, που ήταν δύσκολο να μετακινηθεί σ’ εκείνη την περίσταση. Αυτή την έκρυψαν μέσα στον τάφο του γερο-Λάζαρου Ζάχου (Τσιούκη), στο νεκροταφείο του χωριού. Ο γερο-Λάζαρος είχε κατασκευάσει τον τάφο του αρκετά χρόνια πριν το θάνατό του! Έκαμε τάφο περίτεχνο με κάγκελα, φυτεμένο με άνθη, τα οποία περιποιούνταν καθημερινά και στο εσωτερικό κατασκεύασε συρόμενη γέφυρα με σιδηροτροχιές. Έτσι οι αντάρτες και οι χωριανοί που τους βοηθούσαν δε δυσκολεύτηκαν να κρύψουν το τυπογραφείο. Έσυραν έξω τη γέφυρα, τοποθέτησαν επάνω το τυπογραφείο, την έσπρωξαν έπειτα μέσα και έκλεισαν την είσοδο.
Το «Πριόνι» είναι μια ελατόφυτη  χαράδρα στο δάσος της Τούρλας που προσφέρει απόλυτη κάλυψη. Εκεί προπολεμικά ο ξυλέμπορος Σακελλαρόπουλος, εκμεταλλευόμενος την υδατόπτωση, είχε εγκαταστήσει το πριόνι (καταρράκτη) για να σχίζει τους κορμούς. Έτσι η τοποθεσία ονομάστηκε «Πριόνι». Στην κατοχή η επιχείρηση έπαψε να λειτουργεί, άφησε όμως εκεί έναν φύλακα να προστατεύει την ξυλεία και τις παράγκες. Υπήρχε επομένως η υποδομή και προπαντός άφθονη επεξεργασμένη ξυλεία, την οποία οι αντάρτες χρησιμοποίησαν για να συμπληρώσουν τις εγκαταστάσεις του τυπογραφείου, να κατασκευάσουν γραφεία, εργαστήρια και κοιτώνες για το προσωπικό. 

 Παρών και ο Γιολδάσης  μαζί με τους δημοσιογράφους Θανάση Τσουπαρόπουλο, Μήτσο Παπαγεωργίου, Στέφανο Μήτσιου και Βασίλη Μαργάρα, που αποτελούσαν τη δημοσιογραφική και καλλιτεχνική ομάδα της «Φωνής της Καρδίτσας». Αργότερα το τυπογραφείο έγινε ηλεκτροκίνητο και οι εγκαταστάσεις ηλεκτροφωτίστηκαν από τον αιχμάλωτο Ιταλό μηχανικό Αντώνιο, που εγκατέστησε γεννήτρια στην υδατόπτωση.
Περί το 1970 κατέγραψα για το τυπογραφείο εκείνο, τη μαρτυρία του κουρέα Νίκου Βαγενά, που είχε το μαγαζί του κοντά στη πλατεία της Καρδίτσας, στην οδό Στέργιου Λάππα. Περιμένοντας στη σειρά για κούρεμα, λόγο στο λόγο φτάσαμε και στο Παλιοζωγλόπι και τότε ο Βαγενάς μου διηγήθηκε την περιπέτειά του:

« Νεοσύλλεκτος αντάρτης σε νεαρή ηλικία το 1943, παρουσιάστηκα στην Καστανιά. Καραγκούνης εγώ, πρώτη φορά ανέβαινα σε βουνό! Δεύτερη ή τρίτη μέρα, ένα βράδυ μου έδωσαν ένα μουλάρι φορτωμένο μα χαρτί και μελάνια και μου είπαν να το πάω στο Παλιοζωγλόπι, στο Πριόνι. Εγώ τρομοκρατήθηκα, γιατί ούτε το δρόμο ήξερα, ούτε πού πέφτει το Παλιοζωγλόπι και μάλιστα νύχτα θεοσκότεινη.
-Μη φοβάσαι, μου είπαν. Καβαλίκεψέ το, κλείσε τα μάτια και θα σε πάει το μουλάρι στον προορισμό σου.
Πράγματι, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ενώ εγώ δεν έβλεπα τίποτε, το μουλάρι ανεβοκατέβαινε ρεματιές, περνούσε δασωμένα και ξέφωτα, και τελικά, ύστερα από δύο ώρες περίπου, στάθηκε μπροστά στο τυπογραφείο. Εγώ ούτε που κατάλαβα πού βρισκόμουν
 ».

 Λάμπρος Γριβέλλας