Δάσος ελάτης και νεροπρίονο ήταν προπολεμικά λέξεις αλληλένδετες και η Ραχούλα είχε και απέραντο πυκνό και αδιαπέραστο δάσος ελάτης και νεροπρίονο που στόλιζε και ομόρφαινε αυτό με την εντυπωσιακή ξύλινη κάλανη και αποτελούσε ένα τεράστιο εργοτάξιο δουλειάς και παραγωγής.

Το ιστορικό Νεροπρίονο όπoυ το 1943 εγκαταστάθηκε το Αντάρτικο Τυπογραφείο

Το νεροπρίονο ήταν ένα πρωτόγονο και υποτυπώδες πριονιστήριο που την κινητήριο δύναμη την έπαιρνε από τις ρεματιές του δάσους, ενώ την πρώτη ύλη από τα ίσια και πανύψηλα έλατα αυτού.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα κοπής και μεταφοράς των δένδρων στον τόπο επεξεργασίας. Ο μόνος τρόπος τότε να μεταφερθεί η χρήσιμη ξυλεία από το δάσος στον τόπο εμπορίας και κατανάλωσης ήταν ο τεμαχισμός των τεράστιων κορμών ελάτης σε κολόνες που μπορούσαν να μεταφερθούν με ζώα στο σημείο εκείνο από όπου κατόπιν αναλάμβαναν τα κάρα και τα αυτοκίνητα να τα προωθήσουν στα κέντρα κατανάλωσης.
Το βαρύ και δύσκολο αυτό έργο το αναλάμβαναν τα νεροπρίονα, τα μόνα τότε ικανά να τεμαχίσουν τους τεράστιους ξύλινους όγκους σε κολόνες. Έτσι ο εκάστοτε ενοικιαστής του δάσους το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ήταν να εγκαταστήσει στο κατάλληλο μέρος του το νεροπρίονο που αποτελούσε τότε την καρδιά της υλοτομίας.
Το μέρος όπου εγκαθίστατο το νεροπρίονο διατηρούσε το όνομα και μετά την απομάκρυνση αυτού. Έτσι στο χωριό μας, όπως και σ’ άλλα μέρη της πατρίδας μας, υπάρχουν τοποθεσίες με το όνομα «Πριόνι» ή «πριόνια».

Το δάσος ελάτης του χωριού μας μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους νοικιάστηκε κατά καιρούς  σε διαφόρους ξυλέμπορους, μεταξύ αυτών στο Γιώργο Καραγιάννη, το Βασίλη Καφρίτσα, το Γιάννη Φλωράκη και τελευταία στους αδελφούς Σακελλαρόπουλοι που κατάγονταν από το Φανάρι Καρδίτσας.
Οι τελευταίοι ενοικίασαν το δάσος για δέκα χρόνια και σκοπό είχαν να κάνουν υλοτομία από τον Ίταμο μέχρι την Τούρλα.
Στην αρχή εγκατέστησαν το νεροπρίονο στο ρέμα του Τσαγκάρι ακριβώς κάτω από το λόφο του Προφήτη Ηλία.
Μετά την υλοτόμηση της περιοχής αυτής μετέφεραν το νεροπρίονο στην ρεματιά του Κατσιαμπέρι κοντά στον κάτω Μαχαλά.

Εδώ μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω από κοντά  και την διαδικασία της υλοτομίας και τη λειτουργία του νεροπρίονου.
Το καλοκαίρι του 1937 ή 38 για πολλές ημέρες άνθρωποι και ζώα πηγαινοέρχονταν από την παλιά στη νέα τοποθεσία του νεροπρίονου μεταφέροντας τεμάχια της μεγάλης σε μήκος ξύλινης κάλανης, καθώς και άλλα εξαρτήματα απαραίτητα για την συγκρότηση του νεροπρίονου.
Στην άγρια μα και συνάμα γοητευτική ρεματιά του Κατσιαμπέρι που βρίσκεται κάτω από άγρυπνο μάτι της Δρακότρυπας, στήθηκε έπειτα από εργασία πολλών και κουραστικών ημερών το νέο εργοτάξιο. Για μας που είχαμε τη ανείπωτη χαρά να τ0π βλέπουμε από κοντά να γιγαντώνεται και να παίρνει σάρκα και οστά, μας δημιουργούσε πολλαπλά αισθήματα ενθουσιασμού και εντυπωσιασμού. Το μάτι μας καρφώνονταν κυρίως στην ξύλινη κάλανη που ξεκινούσε πάνω από την κορυφή μιας απότομης πλαγιάς και διανύοντας δεκάδες μέτρα έφτανε στην φτερωτή που την έκανε να στριφογυρίζει σαν τρελή με τα ορμητικά νερά που μετέφεραν από τα δυο λαγκάδια του Κατσιαμπέρι και του Κουκουρίκου. 

Τη δύναμη που έπαιρνε η φτερωτή από το νερό την έδινε στον καταράχτη ο οποίος ανεβοκατεβαίνοντας έσχιζε τα κούτσουρα και έδινε άκρες και κολόνες διαφόρων διαστάσεων.
Το νεροπρίονο, φυσικά, δούλευε κυρίως την περίοδο του χειμώνα τότε που οι βροχές και τα άφθονα χιόνια έδιναν στα ρυάκια και τις ρεματιές άφθονα αφρίζοντα νερά.
Οι άκρες και η χρήσιμη ξυλεία αποθηκεύονταν ξεχωριστά και αποτελούσαν ατέλειωτες τρακάδες.
Όλη η περιοχή μύριζε από την χαρακτηριστική και ευχάριστη μυρωδιά που βγάζει το φρέσκο πριονίδι. Ακόμα και το καλοκαίρι μοσχοβολούσε η ποταμιά από τη μυρωδιά του ξύλου. Το καλοκαίρι όλη αυτή η ξυλεία μεταφερόταν με πληρωμένα ζώα του χωριού μας μέχρι της Κορτέσινας οπότε την μεταφορά μέχρι την Καρδίτσα την αναλάμβαναν τα αυτοκίνητα.

Την ίδια εποχή οι υλοτόμοι (δασεργάτες) έκοβαν με κόφτρες τα ελάτια, το τεμάχιζαν, τα ξεκλάριζαν, τα ξεφλούδιζαν και τα έριχναν στη ρεματιά που οδηγεί στο νεροπρίονο.
Το Φθινόπωρο, με τις πρώτες βροχές, τα κούτσουρα γλιστρούσαν εύκολα και οι εργάτες με τη βοήθεια ξύλινων μοχλών τα προωθούσαν μέχρι το νεροπρίονο.
Οι εργάτες υλοτόμοι δούλευαν σχεδόν όλο το χρόνο. Το Καλοκαίρι έκοβαν τα ελάτια, το Φθινόπωρο τα μετακινούσαν και το Χειμώνα βοηθούσαν στον καταράχτη και στην αποθήκευση των ξύλων.

Το νεροπρίονο του Κατσιαμπέρι έχει και την ιστορία του «όχι» διότι υπήρξε το τελευταίο του χωριού μας και της ευρύτερης περιοχής των Αγράφων αλλά και διότι από το τέλος περίπου του 1943 μέχρι τις αρχές του Φθινοπώρου του 1944 φιλοξένησε το αντάρτικο τυπογραφείο με όλο το απαιτούμενο προσωπικό. Εδώ κάποιος Ιταλός μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος συνέδεσε με ιμάντα τη φτερωτή του νεροπρίονου με μια γεννήτρια δίνοντας έτσι φως και κίνηση στο τυπογραφείο.

Ποιος θα φανταζόταν τότε ότι σε λίγα χρόνια τα νεροπρίονα θα εξαφανίζονταν από προσώπου γης και ότι ατόφια έλατα θα μεταφέρονταν σε υπερσύχρονα ξυλουργεία για τέλεια επεξεργασία και αξιοποίηση όλων των παραγωγών του ξύλου.

Σήμερα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν σώζονται παρά τα τοπωνύμια και καμιά δυσεύρετη φωτογραφία, αν υπάρχει.

του Βασίλη Καραγιάννη