Του Λάμπρου Γριβέλλα


Μέχρι και το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου όλες οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους αποσκοπούσαν να χορτάσουν τα πεινασμένα στόματα των υπηκόων του. Η χώρα μας ήταν πάντα ελλειμματική σε γεωργικά προϊόντα και προπαντός σε δημητριακά, που αποτελούσαν τη βάση διατροφής του πληθυσμού και το επισιτιστικό αποτελούσε το μέγα και άλυτο πρόβλημά της.
Εισαγωγές σιτηρών γίνονταν κυρίως από την Ουκρανία, αλλά και από άλλες χώρες, ενώ το πιο πολύ καλαμπόκι εισαγόταν από τη Ρουμανία. Λέγεται ότι, όταν οι Ρουμάνοι ρώτησαν κάποτε το Βενιζέλο, τι το κάνει τόσο καλαμπόκι, εκείνος απάντησε πως στην Ελλάδα τρέφουμε πολλούς χοίρους! Παρά τις εισαγωγές όμως η πείνα στα ορεινά ερχόταν νωρίς το χειμώνα, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα για αγορά, έστω και του ρουμάνικου καλαμποκιού.

Οι προμήθειες των ορεινών κυρίως χωριών εξαντλούνταν περί τα τέλη Φεβρουαρίου και από το Μάρτη άρχιζε για τους πιο άπορους το μαρτύριο της πείνας. Όσο όμως και αν προσπαθούσε η οικογένεια να κρύψει από την κοινωνία του χωριού το αβάσταχτο μαρτύριό της από στοιχειώδη αξιοπρέπεια, τα πρόσωπα των παιδιών ήταν αδιάψευστος μάρτυρας του δράματος που ζούσαν. Φυσικά ο πρώτος που έκανε αυτή τη διαπίστωση ήταν ο δάσκαλος του χωριού, ο Βαγγέλης Τζωαννόπουλος, ο οποίος, με τη γνωστή ευαισθησία του σε τέτοιες καταστάσεις, αναζητούσε εναγωνίως τρόπους, για να ανακουφίσει τα πεινασμένα παιδάκια. Και ο μόνος τρόπος για να το πετύχει, ήταν η οργάνωση συσσιτίων. Για τα συσσίτια αυτά γράψαμε σε προηγούμενο φύλλο των « Ζ.Χ.» και δεν υπάρχει λόγος να επανέλθουμε.

Από την πλευρά του το κράτος μη έχοντας στη διάθεσή του επαρκή αριθμό γεωπόνων, εμπιστεύθηκε την ενημέρωση των αγροτών στους δασκάλους! Το μέσον γι’ αυτόν το σκοπό ήταν η καλλιέργεια σχολικού κήπου, με , κατά το δυνατόν, πρωτοποριακές μεθόδους, ώστε να παραδειγματίζονται τόσο οι μαθητές όσο και οι γονείς τους. Οι δάσκαλοι λοιπόν κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για την καλλιέργεια σχολικού κήπου, πολλές φορές δε χωρίς να διαθέτουν την κατάλληλη έκταση, αλλά και νερό για να τον ποτίζουν, όπως συνέβαινε στο Δημοτικό Σχολείο της Ραχούλας, που τα παιδιά κουβαλούσαν το νερό με το ποτιστήρι από τη βρύση του Μαρότη! Η καλλιέργεια σχολικού κήπου είχε μεγάλη βαρύτητα στην έκθεση του επιθεωρητή και αυτός ήταν ένας επιπλέον λόγος που οι δάσκαλοι ενέτειναν τις προσπάθειες τους. Ιδού τι γράφει στην έκθεσή του προς τον επιθεωρητή ο Βαγγέλης Τζωαννόπουλος στις 4 Ιουλίου 1937:

«… Εν τω προαυλίω του σχολείου εφυτεύθησαν κατά τα προηγούμενα σχολικά έτη ολίγα οπωροφόρα δένδρα .Κατά τους πρώτους μήνας του έτους, ήτοι κατά τας αρχάς Νοεμβρίου εφυτεύσαμεν εις το προαύλιον διάφορα οπωροφόρα δένδρα. Κατά τας αρχάς Μαρτίου  προμηθευθέντες διαφόρους σπόρους ανθέων διδασκομένων εις τα τάξεις Γ΄και Δ΄, εφυτεύσαμεν τούτους εν τω προαυλίω, διαιρεθέντος εις πρασιάς τετραγώνους. Ομοίως εφυτεύσαμεν εν τούτω διάφορα λαχανικά. Ούτω το προαύλιον του σχολείου μετεβλήθη εις σχολικόν κήπον, περιέχοντα τμήμα ανθοκήπου, τμήμα λαχανοκήπου και τμήμα δενδροκήπου…» 

Τον θυμούμαι εκείνον το σχολικό κήπο, που διατηρήθηκε τουλάχιστο μέχρι το 1941, που πήγα εγώ στο σχολείο. Έκλεινε όλο το μικρό νότιο προαύλιο του σχολείου και περνούσαμε με προσοχή, μην πατήσουμε τα άνθη, ανάμεσα από τις βραγιές για να πάμε στις τουαλέτες.
Ένα εποπτικό μέσο διδασκαλίας θεωρούνταν επί πολλά χρόνια και τα ταριχευμένα ζώα, πολλά από τα οποία παρουσίαζαν αποκρουστικό θέαμα, τουλάχιστο όταν περνούσαν μερικά χρόνια από την ταρίχευσή τους και άρχιζε να πέφτει το τρίχωμα ή τα φτερά των πτηνών. Σ’ αυτό τον τομέα είχε επιδόσεις και ο δάσκαλός μας. 
« …Κατά το λήγον σχολικόν έτος ήρχισε ο πλουτισμός του σχολείου δια ταριχεύσεως ορισμένων ζώων (μικρών εννοείται) και εντόμων εκ των εν τω προγράμματι των Γ΄και Δ΄τάξεων αναγραφομένων», γράφει στην έκθεσή του.

Εκείνο όμως που απασχολούσε μόνιμα το δάσκαλό μας ήταν το ανεκπλήρωτο όνειρό του να αποκτήσει για το σχολείο μια κινηματογραφική μηχανή. Φυσικά όχι από τα έσοδα του σχολείου που δεν έφταναν ούτε για τις βασικές ανάγκες του. Η κινηματογραφική μηχανή θα ερχόταν από την …Αμερική!
«… Προς τούτο έγραψα εις ομοχωριόν μου εύπορον αποδημήσαντα εις Αμερικήν, όπως πλουτίσει το σχολείον μας δι’ ενός κινηματογράφου, όστις και απεδέχθη προθύμως την παράκλησίν μου, ως εμφαίνεται εκ του κατωτέρω παρατιθεμένου αποσπάσματος της επιστολής του» γράφει στην ίδια έκθεση.

Να, και η επιστολή του Αμερικάνου:
« Clivelad Ohio U.S.A. 3-4-1937
Διδάσκαλε, είδα να μου γράφεις δια τον κινηματογράφον. Αυτό είναι πάρα πολύ καλόν πράγμα και μεγάλη τιμή δι’ εμένα και σε ευχαριστώ πάρα πολύ και θα είμαι υπόχρεως δι’ αυτό το ζήτημα όπου με υπενθύμησες. Έχω σκοπό κατά τα Χριστούγεννα να ‘ρθω αυτού και θα φέρω έναν κινηματογράφο, όπου χρειάζεσαι εις το σχολείον ή θα συνεννοηθούμεν να πάρωμεν απ’ αυτού και μείνετε ήσυχος. Σε χαιρετώ εγκαρδίως, ο φίλος σου 
Λάζαρος Νάκας» 


Μεγάλη τιμή το θεωρούσε ο Λάζαρος και υπόχρεος ήταν, γιατί τον προτίμησαν ως δωρητή, και να μένει ήσυχος, βεβαίωνε το δάσκαλο, αλλά κινηματογράφο το σχολείο δεν είδε, και ο καημένος ο Τζωαννόπουλος έμεινε να ονειρεύεται τα θαυμάσια του κόσμου που θα έβλεπαν οι μαθητές του!

Είναι να απορεί κανείς, πού εύρισκε το κουράγιο ο Βαγγέλης Τζωαννόπουλος να γυρίζει με το τσουβάλι μέσα στο χωριό και να κάνει έρανο για να ταϊσει τους πεινασμένους μαθητές του, να μεταβάλλει το τσιμεντωμένο χώμα του προαυλίου σε σχολικό κήπο, να ταριχεύει έντομα, να αλληλογραφεί με τους Αμερικάνους για …κινηματογραφικές μηχανές και τόσα άλλα, και παράλληλα μ’ αυτά να εκτελεί και τα διδακτικά του καθήκοντα με απαράμιλλη ευσυνειδησία. Τουλάχιστο εμείς οι παλιοί μαθητές του, τού χρωστάμε πολλά και τον ευγνωμονούμε.-


Τα στοιχεία προέρχονται από το Αρχείο της Α/θμιας Εκπαίδευσης