Η πρωτεύουσα του νομού απέχει από το χωριό μας 17 χιλιόμετρα. Με τις σημερινές συνθήκες είναι δεκαπέντε λεπτά με το αυτοκίνητο. Για εκείνη την εποχή αυτό σήμαινε τρεισήμισι ώρες πεζοπορία και άλλες τόσες για την επιστροφή. Οι γονείς μας κατέβαιναν στην πόλη για τις ανάγκες της οικογένειας με τα ζώα φορτωμένα καυσόξυλα ή εγχώρια προϊόντα για πούλημα. Η επιστροφή τους το απόγευμα στο χωριό, για εμάς τους μικρούς, συνοδευόταν με λίγο χαλβά, καμιά μέντα, κανένα κουλούρι χάσικο. Το χαλβά μάς τον μοίραζαν ακριβοδίκαια, αλλά στο τέλος ο καυγάς γινόταν για το ποιος θα γλείψει το λαδόχαρτο! Εκεί συνήθως έπεφταν και καρπαζιές.

Από τους συμμαθητές μου στο δημοτικό κανείς δεν είχε ταξιδέψει στην πόλη και ό,τι γνωρίζαμε για κείνη προερχόταν από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων. Ωστόσο, όσο μεγαλώναμε, άλλο τόσο μεγάλωνε και η περιέργειά μας. Πώς να είναι η πόλη, οι δρόμοι της, τα σπίτια; Οι άνθρωποι είναι σαν κι εμάς;
Ένας συμμαθητής μας, μας είπε ότι ο θείος του γυρίζοντας από την πόλη, τους διηγήθηκε ότι είδε και ένα αεροπλάνο να πετάει επάνω από την Καρδίτσα.
Όταν τον ρώτησαν, πόσο μεγάλο ήταν, εκείνος τους είπε:
Ίσια μι νια γίδα!
Έναν άλλο συμμαθητή μας, το Βασίλη, που ακολούθησε κλαίγοντας και ξυπόλητος τον πατέρα του που κατέβαινε στην πόλη σε κάποιο από τα συλλαλητήρια που γίνονταν εκείνη την εποχή, όταν την επομένη επέστρεψε στο σχολείο, τον περικυκλώσαμε και ζητούσαμε να μας διηγηθεί τα θαυμάσια που είδε.
Εκείνος, καθώς ήταν και βραδύγλωσσος, μας είπε μονάχα:
Τι τι τι να σας πω, βρε πιδιά! Ανέβ’καμαν σ’ ένα σπίτι, αψηλό ίσια μι τουν ουρανό! Σκλαπάτια, σκλαπάτια, ίσια μι ικατό! Κι απά πάν’ ίσιουμα, λάκα!
Προφανώς, ο καημένος ο Βασίλης ανέβηκε στην ταράτσα του κινηματογράφου «ΠΑΛΛΑΣ» μαζί με άλλα παιδιά, και θαμπώθηκε από το ύψος του!

Όταν έφτασα στην Πέμπτη τάξη, το «κοσμοσωτήριον έτος 1946», όπως λένε και οι εκκλησιαστικοί ρήτορες, η οικογένεια θεώρησε πως μπορούσα πλέον να δω την πόλη! Ήταν 26 ή 27 του Οκτώβρη – δεν θυμάμαι τη λεπτομέρεια – και στην Καρδίτσα γινόταν το παζάρι του Αϊ-Δημητριού. Ήταν μια μέρα υγρή και συννεφιασμένη και σ’ όλο το δρόμο έπεφτε ένα ψιλόβροχο που σου τρυπούσε τα κόκαλα. Καβάλα στη φοράδα εγώ και τσιολιασμένος με μια μαντανία να μην πουντιάσω, και η μάνα μου ακολουθούσε πεζή. Στο δρόμο, όσο έφτανε το μάτι, ένα απέραντο κομβόι, πεζοί και καβαλάρηδες, χωριανοί και ξενοχωρίτες, τραβούσαν για το παζάρι. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο κόσμο στο δρόμο!
Όσο πλησιάζαμε στην πόλη, η περιέργειά μου μεγάλωνε. Πιο πολύ ήθελα να δω, πώς είναι τα …παιδιά της πόλης. Αυτή η ιδέα τριβέλιζε από καιρό το μυαλό μου και δεν μπορούσα να τη διώξω. Φτάσαμε κάποτε στη «Φαγάνα» και ξαφνικά, μέσα από το άνοιγμα της μαντανίας που σκέπαζε το κεφάλι μου, είδα πάνω στα παραπέτα της γέφυρας να κάθονται δυο νέα παιδιά, ίσως 2-3 χρόνια μεγαλύτερά μου. Έκαμα περισσότερο χώρο στο άνοιγμα της μαντανίας να βλέπω καλύτερα, και τα παρατηρούσα με μεγάλη προσοχή. Κάθονταν εκεί πάνω αμέριμνα και έπαιζαν με την αλυσιδίτσα, που ήταν τότε της μόδας.
Δεν διαφέρουν και πολύ από εμάς, συμπέρανα. Η μόνη διαφορά που εύρισκα ήταν ότι εκείνοι φορούσαν μακρύ παντελόνι, σε αντίθεση με εμάς που φορούσαμε ημίκοντο, δέκα πόντους κάτω από το γόνατο. Είχαν και αρκετά καλοχτενισμένα μαλλιά στο κεφάλι τους, ενώ εμάς μας κούρευαν με την ψιλή.

Από το πανηγύρι δεν θυμάμαι και πολλά. Η αλήθεια είναι πως ακολουθούσα πειθήνια τη μάνα μου, χωρίς κι εκείνη να μπορεί να μου εξηγήσει πού πηγαίναμε και τι βλέπαμε. Έκαμε διάφορα ψώνια για το σπίτι, χαλβά και σιμίτια για τα παιδιά, το δικό μου μυαλό όμως κόλλησε στην … αλυσιδίτσα που είδα στα παιδιά της Φαγάνας. Η μάνα μου, αφού γκρίνιαξε λιγάκι, … πού να βρούμε τώρα αλυσιδίτσα … πέρασε και η ώρα… τελικά μού την αγόρασε σ’ ένα περίπτερο. Όλος χαρά άρχισα να την παίζω. Τώρα θα μπορούσα να μοιάσω λιγάκι τα παιδιά της Καρδίτσας!
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής και το απόγευμα φτάσαμε στη Σέκλιζα. Εκεί μας περίμενε ανέλπιστη περιπέτεια. Είχε ήδη αρχίσει ο εμφύλιος και ο στρατός είχε αποκλείσει τη διέλευση των ορεινών που επέστρεφαν στα χωριά τους στο Διάσελο της Σέκλιζας, για να διευκολύνονται οι επιχειρήσεις του. Εκείνο το βράδυ όλοι έπρεπε να διανυκτερεύσουν στη Σέκλιζα.

Πλημμύρισε το χωριό από ζώα και ανθρώπους, Ραχουλιώτες, Καροπλεσίτες, Γιαννουσαίους, Καταφυγιώτες, Μαστρογιαννίτες, Καστανιώτες, Μουχιώτες, Σαρανταπορίσιους και Σπινασιώτες. Υπήρχαν κάποιοι μακρινοί συγγενείς μας στη Σέκλιζα, οι Καραγιωργαίοι, και η μάνα μου με οδήγησε εκεί να περάσουμε τη νύχτα. Οι Καραγιωργαίοι ήταν πολυμελής πατριαρχική οικογένεια και το σπίτι τους ήταν ένα μακρόστενο χαμηλοτάβανο κτίσμα με ένα δώμα, από εκείνα που τότε τα έλεγαν «σαρτάρες». Όταν φτάσαμε εκεί, διαπιστώσαμε ότι δεν ήμασταν οι μόνοι μουσαφίρηδες. Το σπίτι είχε ήδη …καταληφθεί από άλλους ορεινούς και υπήρχε το αδιαχώρητο. Οι άνθρωποι μάς βόλεψαν σε μια γωνιά και μας πρόσφεραν ένα πιάτο φακή για να δειπνήσουμε, που φαντάζομαι ότι θα την είχαν μαγειρέψει σε … καζάνι, για να ταϊσουν τόσο κόσμο!
Το πρωί επιτράπηκε η κυκλοφορία και επιστρέψαμε στο χωριό μας. Ήταν η πρώτη περιπετειώδης εμπειρία μου από την πόλη και τον εμφύλιο και η αρχή των όσων τραγικών γεγονότων έμελλε να ακολουθήσουν.