Στα χρόνια της φτώχειας τα κάστανα αποτελούσαν για τους Ραχουλιώτες ένα όχι ευκαταφρόνητο εισόδημα. Τα ζαβάτια (1) στις πλαγιές του Ιτάμου, σύμφωνα με τη διαχειριστική  έκθεση του δάσους Ραχούλας του έτους 1952, ανέρχονται σε 13 εκτάρια, δηλαδή σε 130 στρέμματα (2), κατά την δική μας εκτίμηση όμως τα καστανομερίδια είναι πολύ περισσότερα, είναι αυτοφυή και συνεχόμενα, και απλώνονται σε υψομετρική ζώνη 650 μέχρι 900 μέτρων. Παλαιότερα, άγνωστο σε ποια εποχή, κάθε οικογένεια είχε το καστανομερίδιό της. Με την πάροδο του χρόνου όμως, ενώ οι οικογένειες πολλαπλασιάστηκαν, τα καστανομερίδια δεν τεμαχίστηκαν αναλόγως. Έτσι, περί το 1950, έφτασε να φέρονται ως ιδιοκτήτες κάθε καστανομεριδίου  μέχρι και δέκα οικογένειες με διαφορετικά επώνυμα. Λίγα ήταν τα καστανομερίδια που παρέμειναν σε μια οικογένεια, είτε διότι δεν υπήρξαν κληρονόμοι, είτε διότι ένας από τους ιδιοκτήτες αποζημίωσε τους υπόλοιπους και αποχώρησαν.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των καστανομεριδίων ήταν και εξακολουθεί να είναι περίεργο. Ενώ οι ιδιοκτήτες έχουν το δικαίωμα της νομής, δεν δικαιούνται να υλοτομήσουν την ιδιοκτησία τους ή να τη μεταπωλήσουν, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνων που κατόρθωσαν με διάφορες διαδικασίες να τη νομιμοποιήσουν.

Μέχρι και το 1950 πολύ λίγοι ήταν οι ιδιοκτήτες που υλοτόμησαν καστανομερίδια και λιγότεροι εκείνοι που προσπάθησαν να τα εξημερώσουν με εμβολιασμό. Οι υπόλοιποι περιόριζαν την εκμετάλλευση στη συλλογή των κάστανων, το φθινόπωρο. Επειδή έπεφταν περισσότερες βροχές το καλοκαίρι, τα ζαβάτια έκαναν πολλά και καλά κάστανα, τα οποία οι χωριανοί περισυνέλεγαν με μεγάλη επιμέλεια.
Μερικοί χωριανοί, τη δεκαετία του 1930, υλοτόμησαν τα καστανομερίδιά τους και εμβολίασαν τα νέα βλαστάρια που ξεπετάχτηκαν με εξευγενισμένες ποικιλίες, που έφεραν από το Πήλιο και αλλού. Τα πρώτα χρόνια απόδωσαν εξαιρετικά κάστανα, τα κεντρωμένα, όπως έλεγαν, που ήταν γλυκά και περιζήτητα στην αγορά, με τον καιρό όμως εκφυλίστηκαν και εκείνα, ίσως διότι επικονιάστηκαν  από τη γύρη των ντόπιων καστανιών. Μπορεί να συνετέλεσε και η έλλειψη νερού.

Με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου, από την εποχή που άρχιζαν να ωριμάζουν τα κάστανα μέχρι να τελειώσει η συγκομιδή, απαγορευόταν στα κοπάδια να βόσκουν στην περιοχή, αλλά και στους χωριανούς να μεταβαίνουν στους καστανεώνες. Με την ίδια απόφαση καθορίζονταν οι μέρες –συνήθως Δευτέρα και Παρασκευή-, αλλά και η συγκεκριμένη ώρα που μπορούσαν οι χωριανοί να πάνε στο Παλιοζωγλόπι για κάστανα. Τότε ήταν απολ’σιά , σύμφωνα με τη Ραχουλιώτικη ντοπιολαλιά.

Τη μέρα της …απολ’σιάς, ο αγροφύλακας έπιανε το γεφύρι της Καμάρας. Εκεί …κρατούσε τους πολύ πρωινούς, ώσπου να συγκεντρωθεί όλο το χωριό. Τότε δινόταν το σύνθημα της …εξόδου και όλοι μαζί αναχωρούσαν για το Παλιοζωγλόπι, όπου  καθένας τραβούσε για το δικό του ζάβατο και άρχιζε να μαζεύει, πριν προλάβουν οι άλλοι συνιδιοκτήτες να μαζέψουν τα πιο καλά κάστανα. Ως εδώ ίσχυε η αρχή της κοινοκτημοσύνης. Από εδώ και μπρος καθένας ήταν ελεύθερος να μαζέψει όσα κάστανα μπορούσε και φυσικά οι πιο ικανοί – κυρίως γυναίκες- μάζευαν τη … μερίδα του λέοντος.

Για τους χωριανούς που δεν είχαν δικό τους ζάβατο υπήρχε ο … χωριανός ο ζάβατος. Ήταν μια μεγάλη καστανόφυτη έκταση, όπου είχε το δικαίωμα να μαζεύει κάστανα όποιος χωριανός ήθελε. Έτσι δεν έμενε κανένας στο παράπονο!
Το βράδυ τα κάστανα έπρεπε να μεταφερθούν στο χωριό. Όσοι είχαν φορτηγό ζώο, φόρτωναν τα σακιά και έτσι απαλλάσσονταν από το βάρος. Δεν ήταν λίγες όμως και οι γυναίκες που φορτώνονταν στη πλάτη ένα σακί πενήντα οκάδων και το μετέφεραν στο χωριό, έτοιμες να καταρρεύσουν από την κούραση. Η κατάσταση γινόταν αφόρητη, αν τύχαινε να βρέχει, πράγμα που συνέβαινε συχνά. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν και τις επόμενες εβδομάδες, ώσπου να τελειώσουν τα κάστανα.

Τώρα άρχιζε το στάδιο της διαλογής. Αυτή η εργασία ήταν έργο των  γυναικών και ιδίως των ηλικιωμένων. Ξεχώριζαν τα μεγαλύτερα κάστανα, που προορίζονταν για το παζάρι, από τα μικρά και τα … κούφια, τα οποία προορίζονταν για τροφή των γουρουνιών. Κάθε  οικογένεια  κρατούσε και μια ποσότητα για τις ανάγκες της. Αυτά θα τα έτρωγαν το χειμώνα βραστά ή ψητά στον ψήστ(ρ)η. Ο ψήστ(ρ)ης – μια επίπεδη λαμαρίνα με τρύπες και γυρισμένη στις άκρες- έμπαινε στο τζάκι γεμάτος κάστανα, που ροδοψήνονταν και μοσχοβολούσε ο τόπος, καθώς τα ανάδευαν με τη μασιά. Πριν μπουν όμως τα κάστανα στον ψήστ(ρ)η έπρεπε να …τσιμπηθούν, γιατί αλλιώς έσκαγαν κα αναπηδούσαν, με κίνδυνο να σου βγάλουν τα μάτια! Η μανιά ξεφλούδιζε τα ψημένα κάστανα και έκανε ροδοκόκκινες, νοστιμότατες παπαλούδες, που μας τις μοίραζε ακριβοδίκαια. Οι μεγάλοι συνόδευαν τα ψητά κάστανα με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, πιστοί στα κελεύσματα της γνωστής παροιμίας: « Τα κάστανα θέλουν κρασί/ και τα καρύδια μέλι».

Τις Τετάρτες, τα πεζοδρόμια της οδού Διάκου στην Καρδίτσα, πλημμύριζαν από Ραχουλιώτες, παραταγμένους πίσω από τα γεμάτα σακιά με κάστανα, που τα μοσχοπουλούσαν. Όσα δε μεταφέρονταν στην αγορά πουλιόνταν φτηνότερα στα χωριά του κάμπου ή ανταλλάσσονταν με σιτάρι ή καλαμπόκι. Πολλές φορές γι’ αυτή την ανταλλαγή, έρχονταν αγρότες με τα κάρα τους από τα καμποχώρια, ως τη Ραχούλα.

Αν και δεν πέρασαν περισσότερα από πενήντα χρόνια από εκείνη την εποχή, μοιάζει να πέρασαν αιώνες! Η συλλογή των κάστανων, η μεταφορά στο παζάρι, το τζάκι και ο ψήστ(ρ)ης, μοιάζουν ένα μακρινό παραμύθι για τη νέα γενιά. Με την αλλαγή του κλίματος και τη μεγάλη ξηρασία που ακολούθησε, οι καστανεώνες –όσοι δεν ξεράθηκαν από τις ασθένειες- κάνουν πολύ μικρά και άχρηστα κάστανα, κατάλληλα μόνο για τροφή των αγριογούρουνων, των σκίουρων και των λίγων κοπαδιών που απόμειναν στην περιοχή. Ύστερα ο πληθυσμός του χωριού αραίωσε και γέρασε πολύ και κανείς πια δεν ενδιαφέρεται για τα κάστανα.  Έλειψαν και τα φορτηγά ζώα που τα μετέφεραν από το ζάβατο.-


(1) Αμφίβολης ετυμολογίας. Σύμφωνα με τον Δ.Χαντζιάρα ( «Το Θεσσαλικό Γλωσσικό Ιδίωμα»), παράγεται από τις λέξεις ζώο+ άβατο. Απαγόρευση της βοσκής ζώων σε δάσος με καστανιές την εποχή της καρποφορίας, με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου.
(2) « Η Ραχούλα (Ζωγλόπι)», σελ. 13.